Εφιαλτικές προβλέψεις του Στουρνάρα για ανάπτυξη και πρωτογενές πλεόνασμα με ενστάσεις για τα μέτρα ανακούφισης
Δημοσιονομικό κενό ύψους 1,1 δισ. ευρώ εκτιμά η Τράπεζα της Ελλάδος ότι θα δημιουργήσουν στον Προϋπολογισμό του 2019 τα μέτρα ανακούφισης των λαϊκών στρωμάτων (13η σύνταξη, μειώσεις ΦΠΑ σε τρόφιμα, ρύθμιση οφειλών σε 120 δόσεις) που έλαβε η κυβέρνηση.
Με βάση τα δυσοίωνα συμπεράσματα της ΤτΕ για τη νομισματική πολιτική που δημοσιοποιήθηκαν χθες προβλέπονται τα εξής:
• Η ανάπτυξη θα περιοριστεί στο 1,9% φέτος, για να αυξηθεί ελαφρώς στο 2,1% το 2020 και στο 2,2% το 2021.
• Το πρωτογενές πλεόνασμα θα διαμορφωθεί στο 2,9% του ΑΕΠ έναντι στόχου 3,5%, κάτι που μεταφράζεται σε δημοσιονομικό κενό 1,1 δισ. ευρώ, εξαιτίας των μέτρων ανακούφισης.
• Επισημαίνονται οι δημοσιονομικές απειλές από τις δικαστικές αποφάσεις, το αρνητικό επενδυτικό κλίμα, η καχεκτική θέση των τραπεζών, το «βουνό» των «κόκκινων» δανείων, το υψηλό δημόσιο χρέος, η ανεργία, οι εισοδηματικές ανισότητες, το δημογραφικό κ.ά.
«Τρομοκρατία» για «κόκκινα» δάνεια,δημόσιο χρέος, επενδύσεις, ανεργία και δημογραφικό
Σε πλήρη ευθυγράμμιση με τις συστάσεις των δανειστών ο Γιάννης Στουρνάρας διατυπώνει τη διαφωνία του με τα μέτρα ανακούφισης των πολιτών και επισημαίνει: «Σύμφωνα με την έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής στο πλαίσιο της ενισχυμένης εποπτείας η δημοσιονομική επίπτωση των πρόσφατων επεκτατικών δημοσιονομικών μέτρων ξεπερνά το 1% του ΑΕΠ το 2019 και τα επόμενα έτη».
Στο πνεύμα αυτό προσθέτει: «Συνεπώς, η υιοθέτηση των επεκτατικών μέτρων δημιουργεί πρόσθετους κινδύνους για την επίτευξη των συμφωνηθέντων στόχων για το πρωτογενές πλεόνασμα. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή θα επαναξιολογήσει την επίδραση των μέτρων το φθινόπωρο του 2019. Επιπλέον δημοσιονομικοί κίνδυνοι για το 2020 και το 2021 συνδέονται με την κατάργηση της νομοθετημένης μείωσης του αφορολόγητου ορίου στον φόρο εισοδήματος φυσικών προσώπων και των αντισταθμιστικών του μέτρων».
Σύμφωνα με την ΤτΕ η άνοδος του ΑΕΠ θα στηριχθεί κυρίως στην ιδιωτική κατανάλωση, στις επιχειρηματικές επενδύσεις και τις εξαγωγές, ενώ αναφορικά με τον τραπεζικό τομέα παρατηρεί: «Η κερδοφορία των τραπεζών πριν από φόρους και προβλέψεις παραμένει αδύναμη, όπως φαίνεται τόσο από τα αποτελέσματα του 2018 όσο και από τα αποτελέσματα των τεσσάρων συστημικών τραπεζών το α’ τρίμηνο του 2019».