Του Μάριου Νοβακόπουλου,
Οι μεγάλες πληθυσμιακές ανακατατάξεις της μεσαιωνικής εποχής άλλαξαν άρδην τα δημογραφικά δεδομένα του ελληνικού χώρου. Η φυλετική ομοιογένεια των Ελλήνων διασπάστηκε, καθώς πλήθη λαών από την Ανατολή και το Βορρά ήρθαν να κατοικήσουν στην ελληνική χερσόνησο. Χάρις την επιτυχημένη πολιτική των αυτοκρατόρων της Κωνσταντινούπολης, το μεγαλύτερο μέρος των επυλίδων αυτών εξελληνίστηκε. Προς τα τέλη της αυτοκρατορίας, μετά την Δ’ Σταυροφορία και τις οθωμανικές κατακτήσεις, νέες μεταναστεύσεις έλαβαν χώρα. Στο χάος που επικρατούσε στον Αίμο και τη Μικρά Ασία, σφαγές και εξισλαμισμοί αποδεκάτισαν τους ρωμαϊκούς (ελληνικούς και εξελληνισμένους) πληθυσμούς. Υπό τον ξένο ζυγό πολλοί Έλληνες έχασαν τη γλώσσα τους.
Υπό την οθωμανική δυναστεία η αποδεκατισμένη Ρωμιοσύνη διατήρησε την ενότητα της. Όπως και επί Ρωμανίας, βασικό στοιχείο συνείδησης ήταν η ορθόδοξη πίστη. Έτσι υπό την πατριαρχική βακτηρία ζούσαν ως ένας λαός πληθυσμοί από τη Βόρειο Ήπειρο και τις Κυκλάδες ως την Καππαδοκία και το Λίβανο. Λαλιές ελληνικές, αρβανίτικες, τουρκικές, αραβικές, συγκροτούσαν το γλωσσικό μωσαϊκό του Γένους των Ρωμαίων (Rum millet). Η ελληνική γλώσσα ήταν αυτή της εκκλησίας, της εκπαίδευσης, της κοινής συνεννόησης, του εμπορίου. Παρ’ ότι είχε αναγνωριστεί πως η Βαβυλωνία διαλέκτων μπορούσε να δημιουργήσει προβλήματα και συχνά ενθαρρύνονταν οι ξενόφωνοι να αφήσουν τη γλώσσα τους για την ελληνική, ποτέ δεν υπήρχε εξαναγκασμός.
Όταν το 1821 ξέσπασε η επανάσταση, η ξενόφωνη Ρωμιοσύνη έδωσε τα πάντα στον αγώνα. Από τους χιλιάδες Αρβανίτες του Σουλίου, του Αργοσαρωνικού και των Ψαρών, μέχρι τον πολυεθνικό στρατό του Υψηλάντη στη Μολδοβλαχία, όλες οι φυλές και ομάδες των Ανατολικών Ρωμαίων πήραν τα όπλα για να πραγματώσουν το σχέδιο του Ρήγα και της Φιλικής Εταιρίας: την ανασύσταση της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας στην Κωνσταντινούπολη.
Με την απελευθέρωση όμως, ήρθαν οι Βαυαροί και οι δυτικοτραφείς συνεργάτες τους. Εμφορούμενοι από βαθύ μίσος για τη Ρωμανία και περιφρονώντας τη λαϊκή συνείδηση, νοούσαν τον Ελληνισμό ως νεκρανάσταση του αρχαίου πολιτισμού. Τα μάρμαρα υπήρχαν, αλλά φυσικά έλλειπε ο λαός. Έτσι λοιπόν εισήχθη ο νεωτερικός εθνικισμός, κατά τον οποίο οι Έλληνες είναι καθαροί, απευθείας απόγονοι των αρχαίων Ελλήνων, με τη Ρωμανία ένα σκοτεινό, βαρβαρικό διάλλειμα. Για να οικοδομηθεί εκ του μηδενός η νέα εθνική συνείδηση, έπρεπε να παταχθεί η πολυγλωσσία. Διότι πως μπορεί να μιλά αρβανίτικα ο απόγονος του Περικλέους;
Η καταστολή ξεκίνησε αμέσως. Δάσκαλοι, ιερείς, χωροφύλακες, επιστρατεύτηκαν για να ξεριζώσουν από τους Ρωμαίους την πατρική τους γλώσσα, με την προπαγάνδα, τις απειλές, τον ξυλοδαρμό. Κι αν η μάθηση της ελληνικής γλώσσας από τους ξενοφώνους ήταν κάτι το απαραίτητο, οι μέθοδοι που χρησιμοποιήθηκαν συντέλεσαν μία πολιτιστική γενοκτονία. Στην προσπάθεια του να αμυνθεί έναντι του μηδενισμού του Φαλμεράγιερ, το ελληνικό κράτος έφθασε στο άλλο άκρο. Με την επέκταση του ελληνικού κράτους η πρακτική γενικεύθηκε. Μετά το 1920 η εξαφάνιση της πολυγλωσσίας έγινε εθνική αποστολή. Οι Σλαβόφωνοι Μακεδόνες και οι τουρκόφωνοι Πόντιοι, που πολέμησαν για την Ελλάδα με τόσο πάθος και γενναιότητα, βρέθηκαν περιθωριοποιημένοι και υπό διαρκή πίεση. Χιλιάδες τοπωνύμια μετονομάστηκαν, συνήθως αυθαίρετα. Και αν η περίπλοκη κατάσταση της σλαβόφωνης μειονότητας ίσως δικαιολογούσε μέτρα αφομοίωσης, η καταστολή εναντίον κοινοτήτων ακραιφνώς πατριωτικών (Πόντιοι, Βλάχοι, Αρβανίτες) μόνο παρανοϊκή μπορεί να θεωρηθεί. Σήμερα, οι λιγότερο ομιλούμενες γλώσσες στην Ελλάδα σβήνουν και παρακμάζουν. Παρ’ ότι η Μεταπολίτευση σταμάτησε την καταστολή, τώρα η φυσική φθορά έχει αναλάβει έργο.
Οι εκτός Ελλάδος αλβανόφωνοι, βουλγαρόφωνοι, λατινόφωνοι Ρωμαίοι δηλητηριάστηκαν και αυτοί από τον εθνικισμό, βάζοντας τέλος στο συλλογικό αυτοκρατορικό όραμα. Έχει λοιπόν νόημα η αλλαγή νοοτροπίας σήμερα; Βεβαίως. Η αλλαγή του εθνικού μοντέλου από τον Κοραϊσμό, πίσω στη Ρωμαϊκότητα (νεοβυζαντινισμός έχει αποκληθεί από πολλούς), όχι μόνο θα βοηθήσει στην άρση ιστορικών αντιφάσεων και συνειδησιακών συγχύσεων, αλλά και θα δώσει στην Ελλάδα μεγάλο πολιτιστικό βάθος, αφού πλέον το πεδίο δράσης και ύπαρξης του Ελληνισμού θα επεκταθεί σε ολόκληρη την Ανατολή. Το πώς θα γίνει αυτό, είναι θέμα ενός άλλου άρθρου.
Υπό την οθωμανική δυναστεία η αποδεκατισμένη Ρωμιοσύνη διατήρησε την ενότητα της. Όπως και επί Ρωμανίας, βασικό στοιχείο συνείδησης ήταν η ορθόδοξη πίστη. Έτσι υπό την πατριαρχική βακτηρία ζούσαν ως ένας λαός πληθυσμοί από τη Βόρειο Ήπειρο και τις Κυκλάδες ως την Καππαδοκία και το Λίβανο. Λαλιές ελληνικές, αρβανίτικες, τουρκικές, αραβικές, συγκροτούσαν το γλωσσικό μωσαϊκό του Γένους των Ρωμαίων (Rum millet). Η ελληνική γλώσσα ήταν αυτή της εκκλησίας, της εκπαίδευσης, της κοινής συνεννόησης, του εμπορίου. Παρ’ ότι είχε αναγνωριστεί πως η Βαβυλωνία διαλέκτων μπορούσε να δημιουργήσει προβλήματα και συχνά ενθαρρύνονταν οι ξενόφωνοι να αφήσουν τη γλώσσα τους για την ελληνική, ποτέ δεν υπήρχε εξαναγκασμός.
Όταν το 1821 ξέσπασε η επανάσταση, η ξενόφωνη Ρωμιοσύνη έδωσε τα πάντα στον αγώνα. Από τους χιλιάδες Αρβανίτες του Σουλίου, του Αργοσαρωνικού και των Ψαρών, μέχρι τον πολυεθνικό στρατό του Υψηλάντη στη Μολδοβλαχία, όλες οι φυλές και ομάδες των Ανατολικών Ρωμαίων πήραν τα όπλα για να πραγματώσουν το σχέδιο του Ρήγα και της Φιλικής Εταιρίας: την ανασύσταση της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας στην Κωνσταντινούπολη.
Με την απελευθέρωση όμως, ήρθαν οι Βαυαροί και οι δυτικοτραφείς συνεργάτες τους. Εμφορούμενοι από βαθύ μίσος για τη Ρωμανία και περιφρονώντας τη λαϊκή συνείδηση, νοούσαν τον Ελληνισμό ως νεκρανάσταση του αρχαίου πολιτισμού. Τα μάρμαρα υπήρχαν, αλλά φυσικά έλλειπε ο λαός. Έτσι λοιπόν εισήχθη ο νεωτερικός εθνικισμός, κατά τον οποίο οι Έλληνες είναι καθαροί, απευθείας απόγονοι των αρχαίων Ελλήνων, με τη Ρωμανία ένα σκοτεινό, βαρβαρικό διάλλειμα. Για να οικοδομηθεί εκ του μηδενός η νέα εθνική συνείδηση, έπρεπε να παταχθεί η πολυγλωσσία. Διότι πως μπορεί να μιλά αρβανίτικα ο απόγονος του Περικλέους;
Η καταστολή ξεκίνησε αμέσως. Δάσκαλοι, ιερείς, χωροφύλακες, επιστρατεύτηκαν για να ξεριζώσουν από τους Ρωμαίους την πατρική τους γλώσσα, με την προπαγάνδα, τις απειλές, τον ξυλοδαρμό. Κι αν η μάθηση της ελληνικής γλώσσας από τους ξενοφώνους ήταν κάτι το απαραίτητο, οι μέθοδοι που χρησιμοποιήθηκαν συντέλεσαν μία πολιτιστική γενοκτονία. Στην προσπάθεια του να αμυνθεί έναντι του μηδενισμού του Φαλμεράγιερ, το ελληνικό κράτος έφθασε στο άλλο άκρο. Με την επέκταση του ελληνικού κράτους η πρακτική γενικεύθηκε. Μετά το 1920 η εξαφάνιση της πολυγλωσσίας έγινε εθνική αποστολή. Οι Σλαβόφωνοι Μακεδόνες και οι τουρκόφωνοι Πόντιοι, που πολέμησαν για την Ελλάδα με τόσο πάθος και γενναιότητα, βρέθηκαν περιθωριοποιημένοι και υπό διαρκή πίεση. Χιλιάδες τοπωνύμια μετονομάστηκαν, συνήθως αυθαίρετα. Και αν η περίπλοκη κατάσταση της σλαβόφωνης μειονότητας ίσως δικαιολογούσε μέτρα αφομοίωσης, η καταστολή εναντίον κοινοτήτων ακραιφνώς πατριωτικών (Πόντιοι, Βλάχοι, Αρβανίτες) μόνο παρανοϊκή μπορεί να θεωρηθεί. Σήμερα, οι λιγότερο ομιλούμενες γλώσσες στην Ελλάδα σβήνουν και παρακμάζουν. Παρ’ ότι η Μεταπολίτευση σταμάτησε την καταστολή, τώρα η φυσική φθορά έχει αναλάβει έργο.
Οι εκτός Ελλάδος αλβανόφωνοι, βουλγαρόφωνοι, λατινόφωνοι Ρωμαίοι δηλητηριάστηκαν και αυτοί από τον εθνικισμό, βάζοντας τέλος στο συλλογικό αυτοκρατορικό όραμα. Έχει λοιπόν νόημα η αλλαγή νοοτροπίας σήμερα; Βεβαίως. Η αλλαγή του εθνικού μοντέλου από τον Κοραϊσμό, πίσω στη Ρωμαϊκότητα (νεοβυζαντινισμός έχει αποκληθεί από πολλούς), όχι μόνο θα βοηθήσει στην άρση ιστορικών αντιφάσεων και συνειδησιακών συγχύσεων, αλλά και θα δώσει στην Ελλάδα μεγάλο πολιτιστικό βάθος, αφού πλέον το πεδίο δράσης και ύπαρξης του Ελληνισμού θα επεκταθεί σε ολόκληρη την Ανατολή. Το πώς θα γίνει αυτό, είναι θέμα ενός άλλου άρθρου.