Τούτο το κείμενο γράφεται τη στιγμή που βρίσκεται σε κορύφωση η σύγκρουση στους δρόμους της Γαλλίας – κι όχι μόνο του Παρισιού.
Προφανώς, είμαι με τους ανθρώπους που μάχονται τον αυταρχισμό της ολιγαρχίας και προσδοκώ νίκη του λαού σε κάθε γωνιά της γης.
Πειράζει που δεν τη βλέπω;
Πέρα από την επιθυμία, υπάρχει η πραγματικότητα κι αυτή βρίσκεται πολύ πέρα από τις επιθυμίες και τις προσδοκίες των λαών. Οι δυνάμεις που συγκρούονται είναι άνισες πολιτικά και στρατιωτικά. Και είναι πολιτικά άνισες, γιατί το έργο το έχουμε ξαναδεί και την ήττα των λαϊκών δυνάμεων έχουμε ζήσει κατ’ επανάληψη. Χρησιμοποιώντας τον ίδιο τρόπο, σήμερα, κάποιοι νομίζουν ότι θα νικήσουν.
Κάποιοι ηδονίζονται, όταν βλέπουν φωτιές στους δρόμους. Δεν τους ενοχλεί αν αυτό δεν καταλήγει πουθενά. Θυμάμαι μια ευγενική πρόσκληση αντιεξουσιαστών, για να παρακολουθήσω μια ταινία. Ήταν μία ταινία γεμάτη από φωτιές στους δρόμους, σε κάδους σκουπιδιών, σε μαγαζιά κλπ. Αυτά τα παιδιά χαίρονταν να βλέπουν εξέγερση και φωτιά. Στο τέλος, τους ρώτησα: «Μήπως είστε πυρομανείς; Βγήκε κάτι θετικό από όλα αυτά που δείξατε;» Δεν ήταν αυτό που απασχολούσε τη σκέψη τους. Δεν τους απασχόλησε ούτε το ποιος μπορεί να βάζει τις φωτιές, μια και κάτι έχει ακουστεί και γι’ αυτό –κάτι που δείχνει καθεστωτικές ομάδες κουκουλοφόρων και όχι «αναρχικούς». Δεν τους απασχολεί το αποτέλεσμα, που ήταν καταστολή και συντριβή του πλήθους, που βρέθηκε, μαζικά, στο δρόμο.
Για την ιστορία, λίγο αργότερα, οι αντιεξουσιαστές αποφάσισαν να εγκαταλείψουν τον κρατικό χώρο που είχαν καταλάβει και χρησιμοποίησαν για την προβολή της ταινίας. Του είχαν δώσει και το ωραίο όνομα «Κατάληψη Νηπιαγωγείου». Πριν τον αφήσουν, τους ζητήθηκε από ομάδα υπερχρεωμένων, ανασφάλιστων και φτωχών, για να το χρησιμοποιήσουν για στέκι και γραφεία τους. Οι «αντικρατιστές» προτίμησαν να επιστρέψουν τον χώρο στο κράτος.
Έτσι και τώρα, κάποιοι ηδονίζονται βλέποντας εξέγερση αλλού, άσχετα με το αποτέλεσμα της. Και βρίζουν τους «μη εξεγερμένους». Άσε που οι μη ανταποκρινόμενοι σε κάποια πρόσκληση αντίδρασης βρίζουν αυτούς που την προκάλεσαν ή πήγαν, λόγω «ιδεολογικών» ή άλλων διαφορών. Τελικά, στην Ελλάδα ο ένας βρίζει τον άλλον. Θυμάμαι, στη μικρή μου ζωή, να έχει συμβεί το αντίθετο μόνο δύο φορές. Η μία ήταν το Νοέμβρη του 1973 και η άλλη τον Μάη-Ιούνη του 2011, όταν το πλήθος που βγήκε στο δρόμο βρισκόταν σε πλήρη ταύτιση με αυτούς που δεν βγήκαν. Αυτή η ριμάδα ταύτιση «ενεργών» και «μη ενεργών» ανθρώπων είναι το ζητούμενο. Μήπως και γίνουμε όλοι και από κοινού ενεργοί.
ΕΥΧΟΜΑΙ ΚΑΙ ΠΡΟΣΕΥΧΟΜΑΙ ΝΑ ΔΙΑΨΕΥΣΤΩ. Στις διαδικασίες που κινεί ο λαός υπάρχει πάντα και το στοιχείο του απρόβλεπτου και της έκπληξης, η οποία ελπίζω να είναι ευχάριστη για τους πολλούς. Θέλω, όμως, να γράψω τούτες τις γραμμές, όχι για να πω μετά «σας τά’ λεγα εγώ», αλλά για να δείξω ότι η πολιτική εκπαίδευση που έχουμε λάβει είναι λανθασμένη, απ’ άκρο σε άκρο. Είναι μία απόπειρα απάντησης σε όσους συγκρίνουν τη στάση των λαών Ελλάδας και Γαλλίας, βγάζοντας περίσσεμα χολής, για την αδράνεια των Ελλήνων απέναντι στη λαίλαπα των μέτρων.
Θα έπρεπε να έχω έναν προς έναν απέναντι μου όσους βρίζουν το λαό, για να τους ρωτήσω: «Εσύ δεν είσαι λαός; Εσύ τι κάνεις ή τι έχεις κάμει;»
Οι απαντήσεις όσων βρέθηκαν στο δρόμο μας και άκουσαν την ερώτηση είναι για κλάματα(τούτους τους καιρούς, περιθώρια για γέλιο δεν υπάρχουν). Στους μικρούς τόπους, δεν υπάρχουν περιθώρια για ψέματα. Όσοι ρωτούν και απαντούν γνωρίζονται. Κριτές και κρινόμενοι κρίνονται ή έχουν κριθεί. Οι απαντήσεις είναι ή δεν είναι πειστικές και για εκείνους που κάνουν την ερώτηση, αλλά και όταν κάποιος τους την επιστρέφει και τους βάζει στη θέση του ερωτώμενου. Στους μικρούς τόπους, γνωρίζουν ποιος είναι ή δεν είναι υποκριτής. Η ερώτηση μου δεν γίνεται, για να δείξω, σε αντίθεση με άλλους, ότι εγώ κάτι έχω κάμει και μπορώ να κρίνω. Η ερώτηση απευθύνεται, πρώτα, σε μένα κι ύστερα σε όλους τους άλλους. Δεν έχω κάμει τίποτα ή ό,τι κι αν έχω κάμει έχει αποδειχθεί αναποτελεσματικό. Η ερώτηση μπαίνει για προβληματισμό και αναζήτηση λύσεων, που απαιτούν και προϋποθέτουν προσωπική και συλλογική αυτογνωσία. Αν μη τι άλλο, εγώ, που ρωτάω, δηλώνω ότι είμαι «λαός» –μία ασήμαντη μονάδα ενός λαού που φαίνεται να μην αντιδρά. Εσύ που κρίνεις το λαό τι είσαι; Εγώ, ως «λαός», είμαι μέτοχος των ευθυνών του λαού. Πόσοι από τους υβριστές του λαού το λένε; Απ’ όσα έχω δει κανείς, γιατί θεωρούν τον εαυτό τους κάτι πέρα από το λαό. Θεωρούν ότι ανήκουν στην ελίτ των γνωριζόντων του τι πρέπει να γίνει. Όταν βρίσκονται μακριά μου και δεν τους γνωρίζω, υποθέτω ότι είναι ή δηλώνουν αγωνιστές. Έχουν – έχουμε αναρωτηθεί μήπως ο τρόπος μας είναι λάθος;
Το 2011, αντιγράφοντας την Ισπανία, ορθώθηκε το μεγάλο κίνημα των «αγανακτισμένων» και στην Ελλάδα. Τι απέγινε το ξέρουμε και δεν θα αναλύσουμε, τώρα, τις αιτίες της αποτυχίας. Στην Ισπανία τι έγινε; Προέκυψαν οι συστημικοί Πόντεμος, μια ηγεσία που πήρε τις ελπίδες του λαού και τις κατέστησε κοινοβουλευτική επιχείρηση. Κατά μία έννοια, και στην Ελλάδα, από τους «αγανακτισμένους» προέκυψε η κυβέρνηση ΣυΡιζΑ-ΑΝΕΛ. Στην Ιταλία τι έγινε; Στη Γαλλία, που είχε κι εκεί κάτι λίγους «αγανακτισμένους», τι έγινε; Ο Γαλλικός Μάης του 68 τι απέγινε; Οι περίφημες μεγάλες ευρωπαϊκές επαναστάσεις τι απέγιναν; Άλλαξε ο κόσμος προς κάτι καλύτερο; Κι αν ναι, πόσο ήταν αυτό το καλύτερο, αφού, τώρα όλος ο πλανήτης βρίσκεται κάτω από τη νομοθετική δύναμη της ολιγαρχίας και πολύ επίκαιρα ζούμε την απαρχή της εποχής του ΤΤΙΡ. Ζούμε στις μέρες, όπου οι εταιρείες μετατρέπονται από Συντακτική εξουσία- εξουσία που υπαγόρευε τους νόμους στους πολιτικούς- σε Συνταγματική πλανητική Εξουσία –εξουσία που φτιάχνει επίσημα τους διεθνείς νόμους, που θα έχουν ανώτερη ισχύ από τους νόμους των κρατών. Και τους νόμους των κρατών οι ίδιες φτιάχνουν, αλλά αυτό που νομοθετείται, διεθνώς, γίνεται για το φόβο τυχόν παρεκτροπής από τα «συνηθισμένα», σε κάποια χώρα. Αν αυτό συμβεί, κάποιοι θα επέμβουν νόμιμα και με βάση το διεθνές εταιρικό δίκαιο. Επιστρέφουμε στην ιδρυτική ρίζα και στη διαχρονική ουσία της Ευρώπης, που είναι οι Φεουδαρχία. Έχουμε πόλεμο, για όσους δεν το καταλαβαίνουν.
Απόπειρα αντιγραφής του Γαλλικού κινήματος έγινε και το 2016, με τα γνωστά πενιχρά αποτελέσματα. Αν όλους όσους έχω μετρήσει να βρίζουν το λαό για την αδράνεια του ήταν στις πλατείες στις 15 του Μάη, οι πλατείες θα είχαν γεμίσει –έστω και για λίγο. Εγώ, που εξ αρχής, διαφωνούσα με την πρωτοβουλία, πήγα. Πόσοι αντέχουν να βρίσκονται μαζί με άλλους, με τους οποίους διαφωνούν, και να κρατήσουν –να δώσουν όρκο ή υπόσχεση- ζωντανή την ενότητα ως την απελευθέρωση;
Εκεί βρίσκεται το πρόβλημα μας. Όταν αυτό λύσουμε όλα τα καλά θα μας συμβούν. Όταν μάθουμε ότι η αλληλεγγύη, η συνεργασία και οι καλές σχέσεις των ανθρώπων είναι προϋπόθεση δημιουργίας ενός μεγάλου απελευθερωτικού κινήματος, τότε, όλα όσα θέλουμε θα τα φέρουμε, είτε με βία είτε με διάλογο είτε και με τα δύο. «Ειρηνικός» δρόμος δεν υπάρχει, όσο κι αν αυτόν θέλουμε. «Σωτήρες» δεν υπάρχουν, όσο κι αν αυτούς παράγει και προβάλλει το ολιγαρχικό καθεστώς. Ηγέτες δεν θα υπάρξουν όσο δεν τηρείται το ευαγγελικό «ὁ δὲ μείζων ὑμῶν ἔσται ὑμῶν διάκονος. ὅστις δὲ ὑψώσει ἑαυτὸν ταπεινωθήσεται, καὶ ὅστις ταπεινώσει ἑαυτὸν ὑψωθήσεται». ». Αυτά, ως προϋποθέσεις, δεν υπάρχουν και δεν βλέπω ο λαός να έχει σοβαρούς λόγους, για να επαναλάβει δικά του ή άλλων λάθη και να βαδίσει στους ίδιους αδιέξοδους και, πολλάκις, αποτυχημένους δρόμους.
Λαός υπάρχει και περιμένει τέτοιους ηγέτες και τους όρκους πίστης, που πρέπει να δώσουν, στη διαρκή καθημερινή ενότητα, στην αλληλεγγύη, την αγάπη και τη φιλία. Ξέρω ότι είναι δύσκολα όλα αυτά, για όσους έμαθαν ανάγνωση και γραφή, αντιγράφοντας τη Δύση και διαβάζοντας πολιτικά και φιλοσοφικά συγγράμματα των δυτικών «διαφωτιστών» ή των επιγόνων τους. Εκεί η λέξη «δημοκρατία» υπάρχει μόνο ως επίφαση και ως συγκάλυψη του βαθέως ολιγαρχικού τέρατος. Οι εγκαλούντες τον λαό είναι βαθιά ολιγαρχικοί και νομίζουν ότι ο λαός είναι ένα κουμπί, που, όταν το πατάς ή του πατάς τη ζωή, εξεγείρεται, αυτόματα. (Και δεν θα ιστορήσω το πόσες φορές, σε τούτα τα 6 τελευταία χρόνια, ο λαός παραμένοντας σε ετοιμότητα από επιθυμία, προδόθηκε από «ηγέτες» που δεν είχαν τα ευαγγελικά χαρακτηριστικά).
Και όσοι πάσχουν από ανίατη περιφρόνηση κάθε τι ελληνικού, ας λάβουν υπόψη τους τον λόγο ενός πανθομολογούμενου επαναστάτη: "οι πραγματικοί επαναστάτες πρέπει να βλέπουν την επανάσταση –εξ αιτίας της δημιουργικής και λυτρωτικής της φύσης- ως πράξη αγάπης…" (Τσε Γκεβάρα).
Ως αντίδοτο στην αναποτελεσματικότητα των χαπακωμένων και μολυσμένων από δυτικές ολιγαρχικές σκέψεις, ας διδαχτούμε, όλοι ΜΑΖΙ, από την έννοια και ουσία των διαχρονικών λέξεων «δημοκρατία» και «εκκλησία». Πρόκειται για ελληνικές λέξεις, με σαφή ετυμολογία και σαφέστερο πολιτικό περιεχόμενο. Και σε μας, αντίθετα με τους δυτικούς που τις έμαθαν από κακή μετάφραση και μεγάλη παρερμηνεία, δεν επιτρέπεται άγνοια νόμων, ουσίας και νοημάτων. Στη Γαλλία και όπου αλλού δεν ξέρουν τι θα πει «δημοκρατία» ή «εκκλησία». Ο «Διαφωτισμός» δεν τους το δίδαξε ή, στην πιο ριζοσπαστική του έκφραση, τους είπε ότι «η δημοκρατία είναι πολίτευμα για θεούς» και, πάντα, χρειάζεται ένας Νομοθέτης, που, προφανώς, δεν μπορεί να είναι ο λαός -θεός(Ζαν Ζακ Ρουσσώ). Εμείς μάθαμε ότι υπάρχει Θεάνθρωπος, ότι οι άνθρωποι είναι καμωμένοι από θεία ουσία και προς τα εκεί πρέπει να τείνουμε. Μάθαμε, ακόμα, ότι αυτός ο δρόμος δεν μπορεί να είναι ατομικός –ατομικίστικος: «ὅπου εἰσί δύο ἤ τρεῖς συνηγμένοι εἰς τό ἐμόν ὄνομα, ἐκεῖ εἰμι ἐν μέσῳ αὐτῶν». Βάλτε ό,τι θέλετε στη θέση του «ἐμόν ὄνομα», αρκεί να είμαστε συνηγμένοι. Για όσους δεν καταλαβαίνουν ότι ο Θεάνθρωπος και ο Μαρξιστής μιλούν για το ίδιο πράγμα, ας βάλουν τη «δημιουργική και λυτρωτική φύση της επανάστασης, ως πράξη αγάπης». Ας μην παίζουμε με τις λέξεις κι ας βλέπουμε την ουσία τους. Ας μη στρέφεται ο ένας εναντίον του άλλου, επειδή τα πιστεύω μας είναι διαφορετικά. Όλοι μαζί να στραφούμε κατά του κοινού, τοπικού και παγκόσμιου ολιγαρχικού εχθρού.
Πάντα, η πράξη αγάπης θα είναι το ζητούμενο.
Ο ελληνικός δρόμος είναι ο δύσκολος δρόμος –ξέρει ότι ο λαός δεν είναι κουμπί.
Από τα χρόνια των μύθων και του Ηρακλή, ξέρουμε ότι ο δρόμος της αρετής είναι ο δύσκολος δρόμος.
Η εν εκκλησίαις ζωή είναι άσκηση και άθλημα, όπως θα έλεγε και ο κ. Χρίστος Γιανναράς. Απαιτείται άθλος, πιο μεγάλος κι από τους άθλους του Ηρακλή: Να φτιάξουμε, ξανά, εκκλησίες συναδελφών, πιστών ο ένας προς τον άλλον κι όλοι μαζί προς τον θείο, πλην όμως πολύ ανθρώπινο, σκοπό της απελευθέρωσης πατρίδας, πατρίδων και ανθρώπων όπου γης.
"Η τύχη της Ανθρωπότητας κρέμεται από την αντίδραση των Ελλήνων στην «τελική αναμέτρηση» με την μαύρη παγκόσμια ελίτ"(Paul Craig Roberts,2015, Υφυπουργός οικονομικών της νεοφιλελεύθερης κυβέρνησης Ρόναλντ Ρήγκαν)
ΥΓ: Το κείμενο εμπνεύστηκε από ένα διάλογο. (Προηγήθηκαν τα γνωστά επιτιμητικά για το λαό σχόλια):
- Ο «Α»: Όσοι γράφουν, προφανώς, βρίσκονται στο δρόμο και διαδηλώνουν την αγανάκτηση τους κατά του λαού. Προφανώς, επίσης, αυτοί δεν είναι λαός.
- Ο «Β»: Φαίνεται δεν γνώρισες ακόμη όσο χρειάζεται τον ελληνικό λαό.
- Ο «Α»: Το λαό νομίζει ότι γνωρίζει κάποιος που θεωρεί τον εαυτό του ότι βρίσκεται έξω από αυτόν. Εγώ είμαι "λαός" -μία ασήμαντη μονάδα του- και μόνο ως αυτογνωσία μπορώ να γνωρίσω τι είναι λαός. Όταν, λοιπόν, μιλώ για το λαό, μιλώ για μένα, τις ευθύνες, τις αδυναμίες και τις δυνατότητες μου. Εσείς να τον βλέπετε, ως κάτι άλλο, έξω από σας, που, προφανώς, τον γνωρίζετε άριστα ως πνευματική και ανώτερη ελίτ που είστε.
Περίμενα πολύ ώρα τη συνέχεια, αλλά ο διάλογος τέλειωσε εδώ. Ελπίζω να αρχίσουμε να καταλαβαίνουμε ποιο είναι το λάθος μας.
(Η εικόνα είναι έργο του "αναρχικού" Δον ΨΥΧΩΤΗ. Όλοι και όλα συμπίπτουν και ανταμώνουν, όταν θέλουμε. Το ερώτημα είναι "θέλουμε"; Όταν θέλουμε, μπορούμε. Κι ο λαός -για όσους διαχωρίζουν τη θέση τους από αυτόν-έχει δείξει πολλές φορές ότι θέλει και χρειάζεται βοήθειες, αγάπη, αλληλεγγύη και όλα τα άλλα συνώνυμα τους. Η επανάληψη είναι μήτηρ πάσης μαθήσεως, αλλά να μαθαίνουμε και κάτι από τα επαναλαμβανόμενα λάθη μας).
Προφανώς, είμαι με τους ανθρώπους που μάχονται τον αυταρχισμό της ολιγαρχίας και προσδοκώ νίκη του λαού σε κάθε γωνιά της γης.
Πειράζει που δεν τη βλέπω;
Πέρα από την επιθυμία, υπάρχει η πραγματικότητα κι αυτή βρίσκεται πολύ πέρα από τις επιθυμίες και τις προσδοκίες των λαών. Οι δυνάμεις που συγκρούονται είναι άνισες πολιτικά και στρατιωτικά. Και είναι πολιτικά άνισες, γιατί το έργο το έχουμε ξαναδεί και την ήττα των λαϊκών δυνάμεων έχουμε ζήσει κατ’ επανάληψη. Χρησιμοποιώντας τον ίδιο τρόπο, σήμερα, κάποιοι νομίζουν ότι θα νικήσουν.
Κάποιοι ηδονίζονται, όταν βλέπουν φωτιές στους δρόμους. Δεν τους ενοχλεί αν αυτό δεν καταλήγει πουθενά. Θυμάμαι μια ευγενική πρόσκληση αντιεξουσιαστών, για να παρακολουθήσω μια ταινία. Ήταν μία ταινία γεμάτη από φωτιές στους δρόμους, σε κάδους σκουπιδιών, σε μαγαζιά κλπ. Αυτά τα παιδιά χαίρονταν να βλέπουν εξέγερση και φωτιά. Στο τέλος, τους ρώτησα: «Μήπως είστε πυρομανείς; Βγήκε κάτι θετικό από όλα αυτά που δείξατε;» Δεν ήταν αυτό που απασχολούσε τη σκέψη τους. Δεν τους απασχόλησε ούτε το ποιος μπορεί να βάζει τις φωτιές, μια και κάτι έχει ακουστεί και γι’ αυτό –κάτι που δείχνει καθεστωτικές ομάδες κουκουλοφόρων και όχι «αναρχικούς». Δεν τους απασχολεί το αποτέλεσμα, που ήταν καταστολή και συντριβή του πλήθους, που βρέθηκε, μαζικά, στο δρόμο.
Για την ιστορία, λίγο αργότερα, οι αντιεξουσιαστές αποφάσισαν να εγκαταλείψουν τον κρατικό χώρο που είχαν καταλάβει και χρησιμοποίησαν για την προβολή της ταινίας. Του είχαν δώσει και το ωραίο όνομα «Κατάληψη Νηπιαγωγείου». Πριν τον αφήσουν, τους ζητήθηκε από ομάδα υπερχρεωμένων, ανασφάλιστων και φτωχών, για να το χρησιμοποιήσουν για στέκι και γραφεία τους. Οι «αντικρατιστές» προτίμησαν να επιστρέψουν τον χώρο στο κράτος.
Έτσι και τώρα, κάποιοι ηδονίζονται βλέποντας εξέγερση αλλού, άσχετα με το αποτέλεσμα της. Και βρίζουν τους «μη εξεγερμένους». Άσε που οι μη ανταποκρινόμενοι σε κάποια πρόσκληση αντίδρασης βρίζουν αυτούς που την προκάλεσαν ή πήγαν, λόγω «ιδεολογικών» ή άλλων διαφορών. Τελικά, στην Ελλάδα ο ένας βρίζει τον άλλον. Θυμάμαι, στη μικρή μου ζωή, να έχει συμβεί το αντίθετο μόνο δύο φορές. Η μία ήταν το Νοέμβρη του 1973 και η άλλη τον Μάη-Ιούνη του 2011, όταν το πλήθος που βγήκε στο δρόμο βρισκόταν σε πλήρη ταύτιση με αυτούς που δεν βγήκαν. Αυτή η ριμάδα ταύτιση «ενεργών» και «μη ενεργών» ανθρώπων είναι το ζητούμενο. Μήπως και γίνουμε όλοι και από κοινού ενεργοί.
ΕΥΧΟΜΑΙ ΚΑΙ ΠΡΟΣΕΥΧΟΜΑΙ ΝΑ ΔΙΑΨΕΥΣΤΩ. Στις διαδικασίες που κινεί ο λαός υπάρχει πάντα και το στοιχείο του απρόβλεπτου και της έκπληξης, η οποία ελπίζω να είναι ευχάριστη για τους πολλούς. Θέλω, όμως, να γράψω τούτες τις γραμμές, όχι για να πω μετά «σας τά’ λεγα εγώ», αλλά για να δείξω ότι η πολιτική εκπαίδευση που έχουμε λάβει είναι λανθασμένη, απ’ άκρο σε άκρο. Είναι μία απόπειρα απάντησης σε όσους συγκρίνουν τη στάση των λαών Ελλάδας και Γαλλίας, βγάζοντας περίσσεμα χολής, για την αδράνεια των Ελλήνων απέναντι στη λαίλαπα των μέτρων.
Θα έπρεπε να έχω έναν προς έναν απέναντι μου όσους βρίζουν το λαό, για να τους ρωτήσω: «Εσύ δεν είσαι λαός; Εσύ τι κάνεις ή τι έχεις κάμει;»
Οι απαντήσεις όσων βρέθηκαν στο δρόμο μας και άκουσαν την ερώτηση είναι για κλάματα(τούτους τους καιρούς, περιθώρια για γέλιο δεν υπάρχουν). Στους μικρούς τόπους, δεν υπάρχουν περιθώρια για ψέματα. Όσοι ρωτούν και απαντούν γνωρίζονται. Κριτές και κρινόμενοι κρίνονται ή έχουν κριθεί. Οι απαντήσεις είναι ή δεν είναι πειστικές και για εκείνους που κάνουν την ερώτηση, αλλά και όταν κάποιος τους την επιστρέφει και τους βάζει στη θέση του ερωτώμενου. Στους μικρούς τόπους, γνωρίζουν ποιος είναι ή δεν είναι υποκριτής. Η ερώτηση μου δεν γίνεται, για να δείξω, σε αντίθεση με άλλους, ότι εγώ κάτι έχω κάμει και μπορώ να κρίνω. Η ερώτηση απευθύνεται, πρώτα, σε μένα κι ύστερα σε όλους τους άλλους. Δεν έχω κάμει τίποτα ή ό,τι κι αν έχω κάμει έχει αποδειχθεί αναποτελεσματικό. Η ερώτηση μπαίνει για προβληματισμό και αναζήτηση λύσεων, που απαιτούν και προϋποθέτουν προσωπική και συλλογική αυτογνωσία. Αν μη τι άλλο, εγώ, που ρωτάω, δηλώνω ότι είμαι «λαός» –μία ασήμαντη μονάδα ενός λαού που φαίνεται να μην αντιδρά. Εσύ που κρίνεις το λαό τι είσαι; Εγώ, ως «λαός», είμαι μέτοχος των ευθυνών του λαού. Πόσοι από τους υβριστές του λαού το λένε; Απ’ όσα έχω δει κανείς, γιατί θεωρούν τον εαυτό τους κάτι πέρα από το λαό. Θεωρούν ότι ανήκουν στην ελίτ των γνωριζόντων του τι πρέπει να γίνει. Όταν βρίσκονται μακριά μου και δεν τους γνωρίζω, υποθέτω ότι είναι ή δηλώνουν αγωνιστές. Έχουν – έχουμε αναρωτηθεί μήπως ο τρόπος μας είναι λάθος;
Το 2011, αντιγράφοντας την Ισπανία, ορθώθηκε το μεγάλο κίνημα των «αγανακτισμένων» και στην Ελλάδα. Τι απέγινε το ξέρουμε και δεν θα αναλύσουμε, τώρα, τις αιτίες της αποτυχίας. Στην Ισπανία τι έγινε; Προέκυψαν οι συστημικοί Πόντεμος, μια ηγεσία που πήρε τις ελπίδες του λαού και τις κατέστησε κοινοβουλευτική επιχείρηση. Κατά μία έννοια, και στην Ελλάδα, από τους «αγανακτισμένους» προέκυψε η κυβέρνηση ΣυΡιζΑ-ΑΝΕΛ. Στην Ιταλία τι έγινε; Στη Γαλλία, που είχε κι εκεί κάτι λίγους «αγανακτισμένους», τι έγινε; Ο Γαλλικός Μάης του 68 τι απέγινε; Οι περίφημες μεγάλες ευρωπαϊκές επαναστάσεις τι απέγιναν; Άλλαξε ο κόσμος προς κάτι καλύτερο; Κι αν ναι, πόσο ήταν αυτό το καλύτερο, αφού, τώρα όλος ο πλανήτης βρίσκεται κάτω από τη νομοθετική δύναμη της ολιγαρχίας και πολύ επίκαιρα ζούμε την απαρχή της εποχής του ΤΤΙΡ. Ζούμε στις μέρες, όπου οι εταιρείες μετατρέπονται από Συντακτική εξουσία- εξουσία που υπαγόρευε τους νόμους στους πολιτικούς- σε Συνταγματική πλανητική Εξουσία –εξουσία που φτιάχνει επίσημα τους διεθνείς νόμους, που θα έχουν ανώτερη ισχύ από τους νόμους των κρατών. Και τους νόμους των κρατών οι ίδιες φτιάχνουν, αλλά αυτό που νομοθετείται, διεθνώς, γίνεται για το φόβο τυχόν παρεκτροπής από τα «συνηθισμένα», σε κάποια χώρα. Αν αυτό συμβεί, κάποιοι θα επέμβουν νόμιμα και με βάση το διεθνές εταιρικό δίκαιο. Επιστρέφουμε στην ιδρυτική ρίζα και στη διαχρονική ουσία της Ευρώπης, που είναι οι Φεουδαρχία. Έχουμε πόλεμο, για όσους δεν το καταλαβαίνουν.
Απόπειρα αντιγραφής του Γαλλικού κινήματος έγινε και το 2016, με τα γνωστά πενιχρά αποτελέσματα. Αν όλους όσους έχω μετρήσει να βρίζουν το λαό για την αδράνεια του ήταν στις πλατείες στις 15 του Μάη, οι πλατείες θα είχαν γεμίσει –έστω και για λίγο. Εγώ, που εξ αρχής, διαφωνούσα με την πρωτοβουλία, πήγα. Πόσοι αντέχουν να βρίσκονται μαζί με άλλους, με τους οποίους διαφωνούν, και να κρατήσουν –να δώσουν όρκο ή υπόσχεση- ζωντανή την ενότητα ως την απελευθέρωση;
Εκεί βρίσκεται το πρόβλημα μας. Όταν αυτό λύσουμε όλα τα καλά θα μας συμβούν. Όταν μάθουμε ότι η αλληλεγγύη, η συνεργασία και οι καλές σχέσεις των ανθρώπων είναι προϋπόθεση δημιουργίας ενός μεγάλου απελευθερωτικού κινήματος, τότε, όλα όσα θέλουμε θα τα φέρουμε, είτε με βία είτε με διάλογο είτε και με τα δύο. «Ειρηνικός» δρόμος δεν υπάρχει, όσο κι αν αυτόν θέλουμε. «Σωτήρες» δεν υπάρχουν, όσο κι αν αυτούς παράγει και προβάλλει το ολιγαρχικό καθεστώς. Ηγέτες δεν θα υπάρξουν όσο δεν τηρείται το ευαγγελικό «ὁ δὲ μείζων ὑμῶν ἔσται ὑμῶν διάκονος. ὅστις δὲ ὑψώσει ἑαυτὸν ταπεινωθήσεται, καὶ ὅστις ταπεινώσει ἑαυτὸν ὑψωθήσεται». ». Αυτά, ως προϋποθέσεις, δεν υπάρχουν και δεν βλέπω ο λαός να έχει σοβαρούς λόγους, για να επαναλάβει δικά του ή άλλων λάθη και να βαδίσει στους ίδιους αδιέξοδους και, πολλάκις, αποτυχημένους δρόμους.
Λαός υπάρχει και περιμένει τέτοιους ηγέτες και τους όρκους πίστης, που πρέπει να δώσουν, στη διαρκή καθημερινή ενότητα, στην αλληλεγγύη, την αγάπη και τη φιλία. Ξέρω ότι είναι δύσκολα όλα αυτά, για όσους έμαθαν ανάγνωση και γραφή, αντιγράφοντας τη Δύση και διαβάζοντας πολιτικά και φιλοσοφικά συγγράμματα των δυτικών «διαφωτιστών» ή των επιγόνων τους. Εκεί η λέξη «δημοκρατία» υπάρχει μόνο ως επίφαση και ως συγκάλυψη του βαθέως ολιγαρχικού τέρατος. Οι εγκαλούντες τον λαό είναι βαθιά ολιγαρχικοί και νομίζουν ότι ο λαός είναι ένα κουμπί, που, όταν το πατάς ή του πατάς τη ζωή, εξεγείρεται, αυτόματα. (Και δεν θα ιστορήσω το πόσες φορές, σε τούτα τα 6 τελευταία χρόνια, ο λαός παραμένοντας σε ετοιμότητα από επιθυμία, προδόθηκε από «ηγέτες» που δεν είχαν τα ευαγγελικά χαρακτηριστικά).
Και όσοι πάσχουν από ανίατη περιφρόνηση κάθε τι ελληνικού, ας λάβουν υπόψη τους τον λόγο ενός πανθομολογούμενου επαναστάτη: "οι πραγματικοί επαναστάτες πρέπει να βλέπουν την επανάσταση –εξ αιτίας της δημιουργικής και λυτρωτικής της φύσης- ως πράξη αγάπης…" (Τσε Γκεβάρα).
Ως αντίδοτο στην αναποτελεσματικότητα των χαπακωμένων και μολυσμένων από δυτικές ολιγαρχικές σκέψεις, ας διδαχτούμε, όλοι ΜΑΖΙ, από την έννοια και ουσία των διαχρονικών λέξεων «δημοκρατία» και «εκκλησία». Πρόκειται για ελληνικές λέξεις, με σαφή ετυμολογία και σαφέστερο πολιτικό περιεχόμενο. Και σε μας, αντίθετα με τους δυτικούς που τις έμαθαν από κακή μετάφραση και μεγάλη παρερμηνεία, δεν επιτρέπεται άγνοια νόμων, ουσίας και νοημάτων. Στη Γαλλία και όπου αλλού δεν ξέρουν τι θα πει «δημοκρατία» ή «εκκλησία». Ο «Διαφωτισμός» δεν τους το δίδαξε ή, στην πιο ριζοσπαστική του έκφραση, τους είπε ότι «η δημοκρατία είναι πολίτευμα για θεούς» και, πάντα, χρειάζεται ένας Νομοθέτης, που, προφανώς, δεν μπορεί να είναι ο λαός -θεός(Ζαν Ζακ Ρουσσώ). Εμείς μάθαμε ότι υπάρχει Θεάνθρωπος, ότι οι άνθρωποι είναι καμωμένοι από θεία ουσία και προς τα εκεί πρέπει να τείνουμε. Μάθαμε, ακόμα, ότι αυτός ο δρόμος δεν μπορεί να είναι ατομικός –ατομικίστικος: «ὅπου εἰσί δύο ἤ τρεῖς συνηγμένοι εἰς τό ἐμόν ὄνομα, ἐκεῖ εἰμι ἐν μέσῳ αὐτῶν». Βάλτε ό,τι θέλετε στη θέση του «ἐμόν ὄνομα», αρκεί να είμαστε συνηγμένοι. Για όσους δεν καταλαβαίνουν ότι ο Θεάνθρωπος και ο Μαρξιστής μιλούν για το ίδιο πράγμα, ας βάλουν τη «δημιουργική και λυτρωτική φύση της επανάστασης, ως πράξη αγάπης». Ας μην παίζουμε με τις λέξεις κι ας βλέπουμε την ουσία τους. Ας μη στρέφεται ο ένας εναντίον του άλλου, επειδή τα πιστεύω μας είναι διαφορετικά. Όλοι μαζί να στραφούμε κατά του κοινού, τοπικού και παγκόσμιου ολιγαρχικού εχθρού.
Πάντα, η πράξη αγάπης θα είναι το ζητούμενο.
Ο ελληνικός δρόμος είναι ο δύσκολος δρόμος –ξέρει ότι ο λαός δεν είναι κουμπί.
Από τα χρόνια των μύθων και του Ηρακλή, ξέρουμε ότι ο δρόμος της αρετής είναι ο δύσκολος δρόμος.
Η εν εκκλησίαις ζωή είναι άσκηση και άθλημα, όπως θα έλεγε και ο κ. Χρίστος Γιανναράς. Απαιτείται άθλος, πιο μεγάλος κι από τους άθλους του Ηρακλή: Να φτιάξουμε, ξανά, εκκλησίες συναδελφών, πιστών ο ένας προς τον άλλον κι όλοι μαζί προς τον θείο, πλην όμως πολύ ανθρώπινο, σκοπό της απελευθέρωσης πατρίδας, πατρίδων και ανθρώπων όπου γης.
"Η τύχη της Ανθρωπότητας κρέμεται από την αντίδραση των Ελλήνων στην «τελική αναμέτρηση» με την μαύρη παγκόσμια ελίτ"(Paul Craig Roberts,2015, Υφυπουργός οικονομικών της νεοφιλελεύθερης κυβέρνησης Ρόναλντ Ρήγκαν)
ΥΓ: Το κείμενο εμπνεύστηκε από ένα διάλογο. (Προηγήθηκαν τα γνωστά επιτιμητικά για το λαό σχόλια):
- Ο «Α»: Όσοι γράφουν, προφανώς, βρίσκονται στο δρόμο και διαδηλώνουν την αγανάκτηση τους κατά του λαού. Προφανώς, επίσης, αυτοί δεν είναι λαός.
- Ο «Β»: Φαίνεται δεν γνώρισες ακόμη όσο χρειάζεται τον ελληνικό λαό.
- Ο «Α»: Το λαό νομίζει ότι γνωρίζει κάποιος που θεωρεί τον εαυτό του ότι βρίσκεται έξω από αυτόν. Εγώ είμαι "λαός" -μία ασήμαντη μονάδα του- και μόνο ως αυτογνωσία μπορώ να γνωρίσω τι είναι λαός. Όταν, λοιπόν, μιλώ για το λαό, μιλώ για μένα, τις ευθύνες, τις αδυναμίες και τις δυνατότητες μου. Εσείς να τον βλέπετε, ως κάτι άλλο, έξω από σας, που, προφανώς, τον γνωρίζετε άριστα ως πνευματική και ανώτερη ελίτ που είστε.
Περίμενα πολύ ώρα τη συνέχεια, αλλά ο διάλογος τέλειωσε εδώ. Ελπίζω να αρχίσουμε να καταλαβαίνουμε ποιο είναι το λάθος μας.
(Η εικόνα είναι έργο του "αναρχικού" Δον ΨΥΧΩΤΗ. Όλοι και όλα συμπίπτουν και ανταμώνουν, όταν θέλουμε. Το ερώτημα είναι "θέλουμε"; Όταν θέλουμε, μπορούμε. Κι ο λαός -για όσους διαχωρίζουν τη θέση τους από αυτόν-έχει δείξει πολλές φορές ότι θέλει και χρειάζεται βοήθειες, αγάπη, αλληλεγγύη και όλα τα άλλα συνώνυμα τους. Η επανάληψη είναι μήτηρ πάσης μαθήσεως, αλλά να μαθαίνουμε και κάτι από τα επαναλαμβανόμενα λάθη μας).