Άρτον και θεάματα έλεγαν οι Ρωμαίοι. Άρτον και θεάματα ζητούσαν και οι Βυζαντινοί. Είναι βέβαιον, ότι οι κάτοικοι τής αυτοκρατορίας ήσαν εξαιρετικά φιλοθεάμονες.
Πολλοί συγγραφείς, και ιδίως Πατέρες της Εκκλησίας, περιέγραψαν με τα ζωηρότερα χρώματα την μέχρι πάθους αγάπη των Βυζαντινών προς τα παντός είδους θεάματα, τα οποία κατακρίνουν και απαγορεύουν στους Χριστιανούς.
«Υπάρχουν πόλεις», γράφει ό Μ. Βασίλειος, «οι οποίες δεν χορταίνουν, από βαθέος όρθρου μέχρις εσπέρας, να βλέπουν παντός είδους θεάματα, από διαφόρους Θαυματοποιούς».
Άλλος συγγραφεύς, ό Λέων ό Διάκονος, χαρακτηρίζει τούς Βυζαντινούς ως τούς πιο φιλοθεάμονες από όλους τούς ανθρώπους:«Φιλοθεάμονες των άλλων ανθρώπων Βυζάντιοι».
Τα θεάματα, τα οποία οι κάτοικοι των μεγάλων κυρίως πόλεων έβλεπαν, ήσαν πολλά και ποικίλα, από τα λαϊκώτερα, μέχρις εκείνων, τα οποία εχρηματοδοτούντο και κατηυθύνοντο από το κράτος. Στα λαϊκά, ας πούμε, θεάματα ανήκαν επιδείξεις εξηυερωμένων θηρίων, παραστάσεις μίμων, σχοινοβατών, θαυματοποιών και άλλων. Πολλές φορές, λόγου χάριν, προκαλούσε συναγερμό ή εμφάνισις, στους δρόμους και τις πλατείες, ενός πιθήκου, μιάς μαϊμούς. Όπως συμβαίνει και σήμερα, και την εποχή εκείνη την μαϊμού περιέφεραν Αθίγγανοι, οι οποίοι, μετά την σχετική επίδειξι, ζητούσαν από τούς θεατάς τον οβολόν των. Οι ίδιοι Αθίγγανοι επεδείκνυαν γυμνασμένες αρκούδες, οι οποίες διασκέδαζαν επίσης τούς κατοίκους με τα έξυπνα παιχνίδια τους. Τέλος, δεν ήταν ασύνηθες το φαινόμενο, να φέρουν στον κόρφο τους ξεδοντιασμένα φίδια. Συνηθισμένο επίσης θέαμα ήσαν τα άγρια θηρία. Επιτήδειοι θηριοδαμασταί κρατούσαν δεμένα από την μύτη με χονδρά σίδερα, με κούρκουρα, όπως έλεγαν, τίγρεις, λεοπαρδάλεις, λεοντάρια, ελέφαντες, ακόμη και ρινόκερους.
Ενδιαφέρον επίσης θέαμα αποτελούσαν οι νάνοι, οι γιγαντόσωμοι και τα γεννημένα τέρατα, των οποίων, σημειωτέον, ή εμφάνισις εθεωρείτο κακός οιωνός. Χρονογράφος, αναφερόμενος εις Σιαμαίους αδελφούς, έγραφε, γεμάτος έκπληξι και απορία: «Το εν ήσθιε και έπινε και το έτερον ούκ ήσθιε• το εν εκάθευδε και το έτερον εγρηγόρει, έστι δ’ ότε και συνέπαιζον προς άλληλα και έκλαιον αμφότερα και έτυπτον άλληλα• έζησαν δε μικρόν προς έτη δύο». Πολύ διασκέδαζαν οι Βυζαντινοί και με τούς μεταμφιεσμένους, οι οποίοι, κατά την εορτή συνήθως των Καλενδών, την 1η Ιανουαρίου, περιεφέροντο στους δρόμους προκαλούντες ασυγκράτητα γέλια. Παρά το γεγονός, ότι τις μεταμφιέσεις κατεδίκαζε ή Εκκλησία, πολλοί ήσαν εκείνοι, οι οποίοι «εναλλάποντες την εαυτών φύσιν και τον τρόπον, μορφήν τού διαβόλου ενδύονται αιγείοις δέρμασι περιβεβλημένοι, το πρόσωπον ενηλλαγμένοι».
Όμως, ούτε τα θηρία, ούτε οι έξυπνες μαϊμούδες, ούτε οι μίμοι, ούτε οι σχοινοβάτες και τα άλλα αξιοπερίεργα και θαυμαστά, ήσαν ικανά να παραβληθούν με τον Ιππόδρομο, ή, όπως έλεγαν, το Ιππήλατον θέατρον, ή θέατρον ιπποδρομίου, ή θέατρον Ιππικού.
Ιπποδρόμια υπήρχαν σε όλες τις μεγάλες πόλεις τής αυτοκρατορίας. «Εν ταις μεγίσταις πόλεσι», αναφέρει ό Ζωναράς «θέατρα ήν και ίπποι ετρέφοντο». Ονομαστότεροι Ιππόδρομοι εθεωρούντο εκείνοι τής Αλεξανδρείας, τής Αντιοχείας, τής Λαοδικείας, τής Νικομηδείας, τής Θεσσαλονίκης, τής Χαλκηδόνος, της μεσαιωνικής Σπάρτης και βεβαίως τής Κωνσταντινουπόλεως.
Αναφέρεται ότι, το 536, επί βασιλείας Ιουστινιανού, ό γενικός διοικητής Αλεξανδρείας Αυγουστάλιος, αγόρασε αντί τριακοσίων είκοσι χρυσών νομισμάτων έξη πώλους καταλλήλους για ιπποδρομιακούς αγώνες. Στην Νικομήδεια ή οποία κατεστράφη από σεισμό ό Θεοδόσιος Β’, πλην των άλλων οικοδομημάτων, έκτισε μεγαλοπρεπές ιπποδρόμιο. Στα ιπποδρόμια έτρεχαν κατά χιλιάδες οι άνθρωποι, για να απολαύσουν την «τερπνήν και χαρμόσυνον θέαν», όπως έλεγε ό Φιλόθεος και να συμμετάσχουν «στην δημοχαρή πανήγυριν», όπως αργότερα συνεπλήρωσε ό γραφικός Πτωχοπρόδρομος. Ο ίδιος σε άλλο σημείο και παραπονούμενος, γιατί δεν θα μπορούσε να παρακολουθήση τον αγώνα, βεβαιώνει, πώς δεν θα το θεωρούσε ντροπή, αν τού επέτρεπαν να πάη, έστω και ανυπόδητος, στον Ιππόδρομο.
Το πάθος τους για τον Ιππόδρομο δεν εδίστασαν να μεταφέρουν ακόμη και στις εκκλησίες. Στα υπέρθυρα πολλών από αυτές βρέθηκαν επιγραφές με τις οποίες οι φανατικοί φίλαθλοι εξεδήλωναν την πίστι τους και την πεποίθησί τους, για την νίκη τού υποστηριζομένου χρώματος όπως, λόγου χάριν, «νικά ή τύχη των Βενέτων». Κατά την εποχή επίσης των Εικονομαχιών ό Κωνσταντίνος ό Κοπρώνυμος, αφού κατέστρεψε τις τοιχογραφίες των ναών διέταξε, αντί εικόνων αγίων, να ζωγραφίζωνται άρματα και ιπποδρομίες. Την απίθανη είδησι αναφέρει ό Στέφανος ό Διάκονος και αποδέχονται ό Σταματιάδης και ό αείμνηστος Κουκουλές. Όταν επρόκειτο να γίνη ιππόδρομος «χαρά μεγάλη διεκέχυτο έφ’ άπασαν την Κωνσταντινούπολιν. Αι οδοί έγεμον ανδρών, γυναικών και παιδίων, πάσης τάξεως και πάσης ηλικίας. Εκεί έβλεπέ τις την των Βυζαντινών πολυτέλειαν όλων και των γυναικών την καλλονήν». Πλούσιοι και πτωχοί προσεπάθουν με κάθε τρόπο να επιδειχθούν.
Τόσος ήταν ό φανατισμός των παικτών, ώστε, όπως αναφέρουν πολλοί συγγραφείς, όταν ετελούντο ιπποδρομίες, οι πόλεις μετεβάλλοντο εις πόλεις μαινομένων. Όλοι εφρόντιζαν με κάθε τρόπο να εξασφαλίσουν μία θέσι την ημέρα των αγώνων, εθεωρείτο δε μεγάλη δυστυχία, αν κανείς δεν μπορούσε για οποιοδήποτε λόγο να ευρίσκεται στην ώρα του στα εδώλια των θεατών. Χαρακτηριστικό είναι το παρακάτω ανέκδοτο, πού διέσωσε ό Μιχαήλ Γλυκάς. Επί Ιουστινιανού, γράφει ό Γλυκάς, ζούσε κάποιος Αντίοχος, ό οποίος ηρνείτο να πωλήση στο κράτος οικόπεδο ευρισκόμενο πλησίον τής Αγίας Σοφίας. Παρά τις επανειλημμένες συστάσεις τού αυτοκράτορος, ό Αντίοχος ήταν ανένδοτος. Τότε ό μάγιστρος Στρατήγιος, συνέλαβε και εφυλάκισε τον Αντίοχο την παραμονή τής Ιπποδρομίας. Προ τού κινδύνου να χάση τον αγώνα, ό Αντίοχος συνεφώνησε: «Εί θεάσομαι το ιππικόν, είπε, το τού βασιλέως ποιήσω θέλημα».
Προαναφέραμε ότι, τις ιπποδρομίες παρακολουθούσαν όχι μόνο νέοι, αλλά και γέροντες και γυναίκες και κληρικοί ακόμη. Οι τελευταίοι αυτοί, φανατικοί όσο και οι λαϊκοί, αποτολμούσαν την τέρψη μιάς ιπποδρομίας παρά τις αυστηρές κυρώσεις πού προέβλεπε ή Εκκλησία. «Μή εξέστω τινί των εν ιερατικώ καταλεγομένων τάγματι ή μοναχών εν ιπποδρομίαις ανιέναι», έγραφε κανών τής εν Τρούλλω Συνόδου, απειλών εναντίον των παραβατών καθαίρεσι. Όσον αφορά στις γυναίκες κατά το μεγαλύτερο ποσοστό τους ήσαν κοινές, χωρίς να αποκλείωνται και εκείνες τής καλής τάξεως, αφού υπήρχε νόμος, ό οποίος προέβλεπε διαζύγιο, για όσες παρακολουθούσαν ιπποδρομίες χωρίς την έγκρισι τού συζύγου των.
Μεταξύ των θεατών υπήρχαν άνθρωποι από όλες τις κοινωνικές τάξεις. Έβλεπε κανείς δούλους, θηριοδαμαστάς, αιχμαλώτους, λωποδύτες και κακοποιά στοιχεία πάσης φύσεως, στρατιώτες αλλά και εμπόρους Βυζαντινούς και ξένους, πολίτες τής ανωτέρας κοινωνίας, υπαλλήλους τού κράτους και άρχοντες. Καμμιά δύναμις δεν ήταν ικανή να εμποδίση όλο αυτό το ανθρώπινο μωσαϊκό να επευφημήση τον θρίαμβο ενός ηνιόχου. «Ούτε πενία, ούτε ασχολία, ούτε ασθένεια σώματος ή ποδών αρρωστία», έλεγε παραπονούμενος ό ιερός Χρυσόστομος, δεν αποτρέπει τούς Χριστιανούς από το «αμαρτωλό ιπποδρόμιο». Πολλοί, συμπληρώνει άλλού ό φωτισμένος ιεράρχης, εγκαταλείπουν την εκκλησία, για να προφθάσουν τον αγώνα. Όσοι δεν εύρισκαν θέσι εντός τού σταδίου, παρακολουθούσαν το θέαμα από τούς εξώστες, τις στέγες των σπιτιών και τα γύρω υψώματα. Στον ιππόδρομο έμεναν πολλές φορές ολόκληρη την ημέρα «Πατούμενοι και ωθούμενοι και επί τής κεφαλής των τας καυστικάς τού ηλίου ακτίνας δεχόμενοι, ή υπό τής βροχής πολλάκις διάβροχοι γενόμενοι, ή την παγεράν τού ανέμου πνοήν υπομένοντες, καθάπερ εν λειμώνι τρυφώντες».
Είπαμε, ότι το μεγαλύτερο και πιο ονομαστό από τα ιπποδρόμια τής αυτοκρατορίας ήταν τής Κωνσταντινουπόλεως. Ο Ιππόδρομος τής βυζαντινής Πρωτευούσης δεν αποτελούσε μόνο χώρο αγώνων, αλλά και το κέντρο τής κοινωνικής ζωής τής πόλεως και τού Βυζαντίου ολοκλήρου, αφού εκεί συνήθως ανηγορεύοντο βασιλείς, ετελούντο θρίαμβοι νικητών στρατηγών, δίκες σπουδαίων προσώπων, επαναστάσεις, όπως ή περίφημη «Στάσις τού Νίκα», θανατικές εκτελέσεις, διαπομπεύσεις κλτ.
Γενικώς ό Ιππόδρομος υπήρξε, κατά παρατήρησι διασήμου ξένου Ιστορικού, «το κάτοπτρον τής ελληνικής μεσαιωνικής κοινωνίας». Τον Ιππόδρομο τής Κων/πόλεως ίδρυσε, κατά μαρτυρία τού Λυδού, ό Ρωμαίος αυτοκράτωρ Σεβήρος και συνεπλήρωσε, μετά την μεταφορά τής πρωτευούσης, ό Μέγας Κωνσταντίνος, Ήταν ένα από τα παλαιότερα δημόσια κτίρια τής Βασιλευούσης και, με βάσι την θέσι του, εκανονίσθη και ή θέσις άλλων οικοδομημάτων, όπως του Παλατίου και τής Αγίας Σοφίας, ή οποία δεν βλέπει ακριβώς προς ανατολάς, αλλ’ έχει μικρή απόκλισι προς μεσημβρίαν.
Αν επιχειρήσωμε μιά σύντομη τοπογραφική περιγραφή τού Ιπποδρομίου τής Κωνσταντινουπόλεως, στηριζόμενοι στις μαρτυρίες Βυζαντινών συγγραφέων και τις μελέτες νεωτέρων ερευνητών, θα πρέπει να σημειώσωμε τα εξής σπουδαιότερα σημεία του: Την θολωτή κατ’ αρχάς πύλη, ή οποία ευρίσκετο στην κεντρική είσοδο και από την οποία ξεκινούσαν οι πομπές. Εκατέρωθεν τής πύλης, ευρίσκοντο τα λεγόμενα μάγγανα, έξη τον αριθμό. Τα μάγγανα ήσαν ιππαφέσεις, από τις οποίες εκκινούσαν οι ηνίοχοι. Οι τελευταίοι εστέκοντο όπισθεν κλειστών θυρών και, όταν εδίδετο το σύνθημα, οι θύρες άνοιγαν ταυτοχρόνως, ώστε όλοι μαζί να αναχωρήσουν.
Κοντά στα μάγγανα ό Θεοδόσιος Β’ είχε στήσει τούς περίφημους χάλκινους ίππους τού Λυσίππου, τούς οποίους οι Φράγκοι, όταν κατέλαβαν την Κωνσταντινούπολι, μετέφεραν στην Βενετία, για να στολίσουν τον ναό τού Αγίου Μάρκου. Εκτός από τούς ίππους τού Λυσίππου ένα ακόμη πλήθος από αγάλματα αυτοκρατόρων, ηνιόχων, ευνούχων, νάνων κ.λπ., τοποθετημένα φύρδην μίγδην, κοσμούσαν τον περίβολο. Αξιολογώτερα όμως ήσαν τα αμίμητα αριστουργήματα τής κλασικής γλυπτικής, τα οποία από πολυάριθμες αρχαίες πόλεις έφθασαν στην χριστιανική Κωνσταντινούπολι. Μέσα στον Ιππόδρομο ό Χωνιάτης είδε και περιγράφει τα αγάλματα των Διοσκούρων, τού Διός, τού Απόλλωνος, τού Ηρακλή, (χαλκούν) έργο και αυτό τού Λυσίππου, τού Καλυδωνίου Κάπρου, τής Αρτέμιδος, τής Σκύλλας, τής Αθηνάς, τής Ελένης τού Μενελάου και άλλα.
ΣΑΡ.Π. ΑΝΤΩΝΑΚΟΣ Ύπαστυνόμος Α’
Πηγή: Περιοδικό Ιστορία, τευχ.67, Ιανουάριος 1974.
Σημείωση Το εξαιρετικό αυτό κείμενο έχει γραφτεί το 1974 και γι΄ αυτό ακολουθείται η ορθογραφία της εποχής.