Πόσο κοντά 'έπεσαν' οι δημοσκοπήσεις στις εκλογικές αναμετρήσεις από το 2000 μέχρι και σήμερα; Όταν οι αριθμοί μιλούν από μόνοι τους
Λευτέρης Σαββίδης
Στην Ελλάδα των εκλογικών αναμετρήσεων, που οι κάλπες μπορούν να στηθούν ακόμη και τρεις φορές μέσα σε εννέα μήνες (καλή ώρα το 2015), η υπόθεση δημοσκοπήσεις έχει προκαλέσει σειρά αντιδράσεων και συζητήσεων. Κόμματα και πολιτικοί αρχηγοί έχουν κατηγορήσει με δημόσιες τοποθετήσεις τους τις εταιρίες για στημένες έρευνες, ενώ πρόσφατα και η κυβέρνηση ανακοίνωσε την πρόθεσή της να καταστήσει πιο αυστηρό το πλαίσιο των ερευνών της κοινής γνώμης.
Τι ακριβώς όμως συμβαίνει με την πρόβλεψη και την πραγματικότητα; Τα παραδείγματα την τελευταία 15ετία πολλά. Ανατρέχουμε στις εκλογικές αναμετρήσεις από το 2000 μέχρι και σήμερα και συγκρίνουμε το αποτέλεσμα της κάλπης, με την εικόνα που έδιναν οι δημοσκοπήσεις πριν από τις εκλογές. Στην προκειμένη περίπτωση, οι αριθμοί μιλούν από μόνοι τους.
Εκλογές 2000: Το φιάσκο των Exit PollsΣτις 9 Απριλίου 2000, ο τότε πρωθυπουργός Κώστας Σημίτης ζητούσε ανανέωση της θητείας του, απέναντι στον νεοεκλεγέντα πρόεδρο της Νέας Δημοκρατίας, Κώστα Καραμανλή. Το αποτέλεσμα της κάλπης έδειχνε πραγματικά αμφίρροπο, ενώ όλοι θυμούνται την απίστευτη ανατροπή των Exit Polls το βράδυ των εκλογών, που ανέδειξαν νικητή τη συντηρητική παράταξη, για να αναθεωρήσουν λίγες μόνο ώρες αργότερα και να δώσουν την πρώτη θέση στο ΠΑΣΟΚ.
Μια ματιά στις δημοσκοπήσεις λίγο πριν τις εκλογές δείχνει πως οι εταιρίες είχαν καταφέρει να αποτυπώσουν το “ντέρμπι”, τουλάχιστον σε ό, τι αφορά στα δύο πρώτα κόμματα.
Στις πέντε τελευταίες δημοσκοπήσεις πριν τις εκλογές η πρόθεση ψήφου έδινε ελαφρύ προβάδισμα στο ΠΑΣΟΚ, με μια διαφορά όμως της τάξης των 0,2 με 0,9% που εμπίπτει εμφανώς στα όρια του στατιστικού λάθους. Αντίθετα, οι δημοσκόποι έπεσαν αρκετά έξω στην πρόβλεψή τους για τη σύσταση της βουλής, δίνοντας στο ΔΗΚΚΙ του Δημήτρη Τσοβόλη άνετη είσοδο στο κοινοβούλιο με ποσοστό πέριξ του 4%, ενώ η κάλπη τον έφερε εκτός με ποσοστό 2,69%. Ελαφρώς υψηλότερα από το τελικό αποτέλεσμα ήταν και τα προγνωστικά για τον Συνασπισμό, που δυσκολεύτηκε τελικά να περάσει το 3%
.
Σε κάθε περίπτωση, η εκλογική βραδιά της 9ης Απριλίου 2000, ήταν το πρώτο πλήγμα στην αξιοπιστία των δημοσκόπων, κυρίως όμως για το φιάσκο των Exit Poll και όχι τόσο αναφορικά με τις προβλέψεις τους πριν τις εκλογές.
Εκλογές 2004: Η προέλαση Καραμανλή, που κάποιοι έβλεπαν "ντέρμπι"
Τέσσερα χρόνια αργότερα και μόλις λίγους μήνες από την έναρξη των Ολυμπιακών Αγώνων της Αθήνας, ο πρωθυπουργός Κώστας Σημίτης προκηρύσσει εκλογές για τις 7 Μαρτίου και παράλληλα ανακοινώνει την παραίτησή του από την προεδρία του ΠΑΣΟΚ. Οι δημοσκοπήσεις της εποχής, δίνουν σταθερά πρώτη τη Νέα Δημοκρατία και από την Χαριλάου Τρικούπη, οργανώνουν τη φιέστα της ανάδειξης από τη βάση του Γιώργου Παπανδρέου. Ο μετέπειτα πρωθυπουργός εκλέγεται αρχηγός του κόμματος στις 8 Φεβρουαρίου και πολλά είναι τα εξώφυλλα, αλλά και οι δημοσκοπήσεις που παρουσιάζουν την εκλογή του αυτή ως καταλύτη που αλλάζει τη συμπεριφορά του εκλογικού σώματος.
Έτσι, στις τελευταίες δημοσκοπήσεις, κάποιες εταιρίες παρουσιάζουν “κλείσιμο της ψαλίδας” μεταξύ των δύο κομμάτων σε ποσοστό μικρότερο του 3%, αν και το αποτέλεσμα θα δώσει ξεκάθαρο προβάδισμα και επικράτηση με 5% στη Νέα Δημοκρατία.
Ο δημοσκόπος και εκλογικός αναλυτής Γιάννης Μαυρής, γράφει για την περίοδο εκείνη με αφορμή την καθιέρωση από την Public Issue της οποίας είναι ιδρυτής, της τηλεφωνικής μεθόδου: “Η επιστημονική και δημοσιογραφική καθιέρωση του πολιτικού βαρόμετρου κάθε άλλο παρά ανώδυνη υπήρξε. Βρέθηκε αρκετές φορές στο στόχαστρο δημοσιογραφικών επικρίσεων και πολιτικών επιθέσεων” σημειώνει και αναφέρει πως “η εξήγηση θα πρέπει να αναζητηθεί στην άμεση εμπλοκή των δημοσκοπήσεων (και δημοσκόπων) στον κομματικό και πολιτικό ανταγωνισμό και τον πόλεμο της προπαγάνδας”. Μάλιστα ο κ. Μαυρής στοχεύει με αφετηρία τις δημοσκοπήσεις πριν τις εκλογές του 2004 ευθέως τη διακυβέρνηση Σημίτη, αναφορικά με τον παρεμβατισμό. “Αν και προϋπήρχε, η ανοικτά χειραγωγική χρήση των δημοσκοπήσεων, άνθησε κυρίως στην περίοδο διακυβέρνησης Κ.Σημίτη και έφθασε στο απόγειό της το 2004”.
Ο στρατηγός άνεμος και οι εκλογές του 2007
Με τη τραγωδία των καταστροφικών πυρκαγιών στην Πελοπόννησο, αλλά και σειρά από σκάνδαλα να βαραίνουν την κυβέρνηση Καραμανλή, ο τότε πρωθυπουργός προκηρύσσει εκλογές βασιζόμενος στο δημοσκοπικό προβάδισμα που εξακολουθεί να διατηρεί έναντι του ΠΑΣΟΚ. Οι προβλέψεις αποδεικνύονται ακριβείς, αφού πράγματι η Νέα Δημοκρατία καταγράφει νίκη με σχεδόν 4% έναντι του ΠΑΣΟΚ, το οποίο σημειώνει το χαμηλότερο (ως τότε) ποσοστό του μετά την ανάληψη εξουσίας το 1981.
Το ελαφρύ, αλλά ξεκάθαρο δημοσκοπικό προβάδισμα διατηρήθηκε και προέκυψε και στην κάλπη. Οι δημοσκοπήσεις έδιναν λίγο πιο χαμηλά και τα τρία κόμματα, πέραν του δικομματισμού, που θα αποτελούσαν τότε την ελληνική βουλή (ΚΚΕ, ΣΥΡΙΖΑ, ΛΑΟΣ), με εξαίρεση την VPRC που στην τελευταία δημοσκόπηση κατέγραψε πρόβλεψη πανομοιότυπη με το αποτέλεσμα της κάλπης.
Παρά το γεγονός πως στην εν λόγω πολιτική αναμέτρηση οι δημοσκόποι υπήρξαν ακριβείς, έχει ενδιαφέρον να δούμε μια ανάλυση του Πολιτικού ερευνητή και αναλυτή, Τάκη Θεοδωρικάκου από εκείνη την εποχή “Όταν όμως αυτές [ενν. τις δημοσκοπήσεις] παρουσιάζονται ως κατευθυνόμενες από πολιτικά κόμματα και άλλα κέντρα εξουσίας κι ότι ως μοναδικό σκοπό έχουν τη χειραγώγηση της κοινής γνώμης και τον καθορισμό της πολιτικής ατζέντας κατά το δοκούν, είναι φυσικό να υπάρχει ο κίνδυνος οι πολίτες να μην επιθυμούν να συμμετέχουν σε μια τέτοια διαδικασία”.
Το φαινόμενο που περιγράφει ο κ. Θεοδωρικάκος έμελλε να γίνει σχεδόν κανόνας στα χρόνια που θα ακολουθούσαν, με τις εταιρίες να συναντούν άρνηση στη συμμετοχή στις έρευνες. Η αναφορά του εκείνη την περίοδο θα πρέπει ίσως να εξηγηθεί και από την “επίθεση” μερίδας του Τύπου, τότε, σε δημοσκόπους και εταιρίες που όπως ισχυρίζονταν “αβάνταραν” την κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας δημοσκοπικά σε βάρος του ΠΑΣΟΚ. Ο ισχυρισμός βέβαια δεν αποδείχτηκε από τα πραγματικά αποτελέσματα.
Από τα λεφτά υπάρχουν, στο Μαξίμου το 2009Στις 4 Οκτωβρίου 2009, ο Κώστας Καραμανλής επιλέγει τη διέξοδο των πρόωρων εκλογών, έχοντας αυτή τη φορά όλες τις δημοσκοπήσεις σε βάρος του. Η διαφορά δημοσκοπικά είναι μεγάλη και μια γεύση για αυτή έχουν δώσει και οι ευρωεκλογές του καλοκαιριού.
Αν και στις δημοσκοπήσεις αποτυπωνόταν πολύ γλαφυρά η τεράστια διαφορά, καμία εταιρία δεν μπόρεσε να προσεγγίσει το μέγεθός της
Η βουλή θα παραμείνει πεντακομματική και με την ίδια σύνθεση κομμάτων, και παρά το γεγονός πως οι δημοσκοπήσεις επέμεναν να αποτυπώνουν τη δύναμη του ΣΥΡΙΖΑ τότε, οριακά πάνω από το 3%, το αποτέλεσμα δίνει δύναμη 4,6% στο κόμμα του Αλέξη Τσίπρα.
Η... ολική ανατροπή του 2012Το σημείο καμπή, που ανέδειξε την αδυναμία των εταιριών δημοσκοπήσεων υπήρξε ο Μάιος του 2012. Οι πρώτες εκλογές μετά την εφαρμογή του πρώτου μνημονίου, αλλά και τη συγκυβέρνηση ΠΑΣΟΚ, ΝΔ και ΛΑΟΣ έμοιαζαν να προδιαγράφουν έναν εντελώς νέο τοπίο. Μια αποτύπωση την οποία έδιναν ιδιαίτερα αχνά οι δημοσκοπήσεις, αφού καμία δεν προσέγγισε σωστά την κατάταξη των κομμάτων, ενώ τόσο το ποσοστό κυρίως της ΝΔ, αλλά σε πολλές περιπτώσεις και εκείνο του ΠΑΣΟΚ εμφανίζονταν ελαφρώς πιο “τσιμπημένο” από εκείνο που έδωσε η κάλπη.
Αντίστοιχα υψηλές προβλέψεις έδιναν οι δημοσκόποι και για τη ΔΗΜΑΡ, της οποίας το ποσοστό προσέγγιζε διψήφιο νούμερο (ακόμη και 16-17% κάποιους μήνες πριν τις εκλογές), ενώ κάτι τέτοιο δεν αποτυπώθηκε στην κάλπη με το κόμμα του Φώτη Κουβέλη να λαμβάνει παρόλα αυτά ένα διόλου ευκαταφρόνητο 6,1%. Επιπλέον και το κομμουνιστικό κόμμα έδειχνε μια δυναμική αντίστοιχη με εκείνη του ΣΥΡΙΖΑ, με τις δημοσκοπήσεις να το υπολογίζουν ακόμη και στο 11%, ενώ τελικά κατέγραψε δύναμη 8,48%. Τέλος, όλες οι δημοσκοπήσεις προέβλεπαν είσοδο στη Βουλή, τόσο του ΛΑΟΣ (με ποσοστά που ξεπερνούσαν ακόμη και το 4%), όσο και των Οικολόγων Πράσινων κάτι που αν και οριακά, δεν επιβεβαιώθηκε.
Σε κάθε περίπτωση, η μεγαλύτερη απόκλιση σε εκείνη την κάλπη, καταγράφτηκε στο δεύτερο κόμμα, με το ΣΥΡΙΖΑ να σημειώνει εκλογικό ποσοστό 16,78%, ενώ η πιο αισιόδοξη δημοσκόπηση προέβλεπε 13,5% (με αναγωγή) και στο σύνολο των δημοσκοπήσεων εμφανιζόταν τρίτο κόμμα 13,2 ποσοστιαίες μονάδες πίσω από τη Νέα Δημοκρατία και 6 από το ΠΑΣΟΚ.
Στο μικρό διάστημα που μεσολάβησε μεταξύ Μαΐου και Ιουνίου, όταν και συνέβησαν οι επαναληπτικές εκλογές, οι δημοσκοπήσεις έβγαιναν τρεις, τρεις την ημέρα. Στην περίπτωση των προγνωστικών επί της αναμέτρησης της 17ης Ιουνίου, η τάση που έδειχναν οι εταιρίες φάνηκε να επιβεβαιώνεται, αφού όλες έδιναν ελαφρύ προβάδισμα στο κόμμα της ΝΔ, το οποίο και προέκυψε και στην κάλπη.
Παρατηρώντας τις τελευταίες δημοσκοπήσεις πριν από την κάλπη, μπορεί κανείς να παρατηρήσει πως εμφανίζεται ελαφρώς πιο ψηλά από την τελική του εκλογική δύναμη το ΚΚΕ (πέριξ του 5,5-6%, ενώ έλαβε τελικά 4,5%), πολύ πιο χαμηλά το κόμμα της Χρυσής Αυγής, που τελικά δεν συμπιέστηκε από τις εκλογικές ζυμώσεις και διατήρησε το ποσοστό του (6,9% έναντι 7%), ενώ τα ποσοστά προτίμησης εκτός Βουλής σε ΛΑΟΣ, Οικολόγους Πράσινους και Δημιουργία Ξανα-Δράση-Φιλελεύθερη Συμμαχία φάνηκε να είναι τελικά πολύ πιο χαμηλά από τα αναμενόμενα.
Εκλογές Ιανουαρίου 2015 και “Πρώτη φορά αριστερά”Η τάση για την κατάταξη στις δύο πρώτες θέσεις έμοιαζε να έχει παγιωθεί πριν τις εκλογές του Ιανουαρίου, με το ΣΥΡΙΖΑ να καταγράφει και δημοσκοπικά προβάδισμα αρκετών μονάδων από τη ΝΔ. Παρόλα αυτά, μια ματιά στις τελευταίες δημοσκοπήσεις πριν την κάλπη καταδεικνύει την απόκλιση τους από το τελικό αποτέλεσμα.
Με εξαίρεση μία έρευνα, οι δημοσκοπήσεις έδιναν προβάδισμα 3% έως 6,5% περίπου μονάδων, με το τελικό αποτέλεσμα να ανοίγει την ψαλίδα στις 8,5%. Ενδιαφέρον παρουσιάζει επιπλέον το γεγονός πως ενώ η πρόθεση ψήφου σε όλες τις έρευνες προσέγγιζε με ικανοποιητική ακρίβεια το ύψος (σε απόλυτο νούμερο) του δεύτερου κόμματος (27,81%), αυτή υπολειπόταν το λιγότερο 3 ποσοστιαίες μονάδες (έως και 10%) από το τελικό ποσοστό που έλαβε τελικά ο ΣΥΡΙΖΑ (36,34%).
Οι δημοσκοπήσεις παρουσίασαν αδυναμία να καθορίσουν όμως και το τρίτο κόμμα, αφού στη θέση αυτή έδιναν σχεδόν με βεβαιότητα το Ποτάμι και όχι τη Χρυσή Αυγή. Το κόμμα των Ανεξαρτήτων Ελλήνων επιπλέον, καταγραφόταν από όλες τις έρευνες ως τελευταίο κόμμα που εισέρχεται στη βουλή με ποσοστό πέριξ του 3-3,5% και πάντως μικρότερο από εκείνο του ΠΑΣΟΚ, κάτι που δεν επιβεβαιώθηκε από το αποτέλεσμα. Ήταν άλλωστε και η αρχή της... διαμάχης και πρώτη πράξη του δράματος, ανάμεσα στον πρόεδρο του κόμματος Πάνο Καμμένο και τις εταιρίες δημοσκοπήσεων. Η δεύτερη πράξη θα “παιζόταν” το Σεπτέμβριο.
Δημοψήφισμα: Το βατερλώ του ΟΧΙΑν όμως μια πρόβλεψη προκάλεσε την κατάρρευση της αξιοπιστίας των δημοσκόπων για τα καλά, αυτή ήταν σαφέστατα εκείνη που αφορούσε στο δημοψήφισμα. Πρωτόγνωρη διαδικασία, αφού το τελευταίο είχε γίνει με την “αυγή” της μεταπολίτευσης, με ευτράπελα – ένα ψηφοδέλτιο που έφερε πρώτα το ΟΧΙ και έπειτα το ΝΑΙ – και πολλή ένταση μεταξύ κυβέρνησης και αντιπολίτευσης, αλλά και μια πρωτοφανή κάλυψη της προεκλογικής εκστρατείας από μερίδα του Τύπου (υπόθεση που απασχολεί ακόμη και σήμερα τη δημόσια συζήτηση, μετά και τις διαγραφές από την ΕΣΗΕΑ δημοσιογράφων με αφορμή εκείνη την περίοδο).
Η νύχτα της 5ης Ιουλίου έκανε πολύ κρότο στα γραφεία των δημοσκόπων που στην καλύτερη περίπτωση διέβλεπαν “ντέρμπι” και στην πιο δυσμενή για εκείνους και την αξιοπιστία τους επικράτηση του ΝΑΙ. Ακόμη πιο ενδιαφέρον είναι το γεγονός πως ακόμη και το ίδιο βράδυ και αφού έκλεισε η κάλπη, οι αναλυτές σε όλους τους τηλεοπτικούς σταθμούς, έδιναν μεν προβάδισμα στο ΟΧΙ, αλλά με οριακή διαφορά, η οποία μάλιστα άφηνε περιθώρια επικράτησης ακόμη και του ΝΑΙ. Η διαφορά 22.7% υπέρ του ΟΧΙ, η οποία και προέκυψε από την κάλπη, μοιάζει σε κάθε περίπτωση με έναν... “ελέφαντα στο δωμάτιο” τον οποίο καλούνται να κρύψουν οι εκλογικοί αναλυτές μέχρι και σήμερα.
Εκλογές Σεπτεμβρίου 2015: Ποιος μπαίνει και ποιος μένει εκτός;Με τον απόηχο του δημοψηφίσματος να βαραίνει τους δημοσκόπους, η εκλογική αναμέτρηση του Σεπτεμβρίου θα περίμενε κανείς να είναι η προσπάθεια “εξιλέωσης” για την άσχημη... επίδοση στην εκτίμηση του αποτελέσματος. Δυστυχώς, κάλπη και πρόβλεψη είχαν και πάλι σοβαρή απόκλιση.
Αρχικά, η δημιουργία της αίσθησης πως επρόκειτο για ντέρμπι στην κορυφή, αν και η τελική διαφορά ανάμεσα στο ΣΥΡΙΖΑ και τη ΝΔ διαμορφώθηκε στις 7,4% περίπου μονάδες ήλθε να προβληματίσει και τους πιο καλοπροαίρετους. Όπως και τον Ιανουάριο, η ΝΔ στην εκτίμηση αποτελέσματος αποτυπώνονταν κοντά και σε πολλές περιπτώσεις πιο πάνω από το ποσοστό που έλαβε στην κάλπη, ενώ ο ΣΥΡΙΖΑ φαινόταν πολύ πιο χαμηλά από το τελικό ποσοστό που κατέγραψε το βράδυ των εκλογών.
Επιπλέον, αν τον Ιανουάριο η εκλογική δύναμη των ΑΝΕΛ, σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις, έμοιαζε ασθενικά πάνω από το όριο του 3%, η αίσθηση το Σεπτέμβριο ήταν πως το κόμμα δεν θα το προσέγγιζε. Μόλις δύο, από τις οκτώ δημοσκοπήσεις του Σεπτεμβρίου έδιναν οριακή είσοδο του στη Βουλή και μάλιστα, στην περίπτωση αυτή, δύο μέρες πριν την κάλπη, αφού εν τω μεταξύ είχε αναιρεθεί η απαγόρευση δημοσκοπήσεων δύο εβδομάδες πριν την εκάστοτε εκλογική αναμέτρηση. Συγκεκριμένα, όλες οι δημοσκοπήσεις κατέγραφαν πολύ πιο πιθανή την είσοδο στη Βουλή της ΛΑ.Ε., που εν τέλει δεν τα κατάφερε, από εκείνη του κόμματος του Πάνου Καμμένου.
http://diulistirio.blogspot.gr/