Τα βαθιά διαρθρωτικά
προβλήματα της γερμανικής οικονομίας
και πώς χάνει τη μάχη της ανταγωνιστικότητας.
Ένα πλούσιο κράτος, που ακολουθεί μοντέλο
αναπτυσσόμενης οικονομίας. Η εξάρτηση
από τους χαμηλούς μισθούς είναι στρατηγική
αποτυχίας.
Του Adam Posen.*
Εάν το οικονομικό
μοντέλο της Γερμανίας είναι το μέλλον
της Ευρώπης, τότε θα πρέπει όλοι να
προβληματιστούμε αρκετά. Εκεί, όμως,
φαίνεται πως πηγαίνουμε. Το σλόγκαν
στην κατά τα φαινόμενα επιτυχημένη
προεκλογική εκστρατεία της Άγκελα
Μέρκελ είναι «το μέλλον της Γερμανίας
σε καλά χέρια». Με άλλα λόγια, μία από
ίδια. Η πολιτική απάντηση στην κρίση
της ευρωζώνης πιθανότατα θα παραμείνει
ίδια: το πρόγραμμα που προτρέπει τα
κράτη μέλη να ακολουθήσουν τον δρόμο
της Γερμανίας προς την ανταγωνιστικότητα,
μειώνοντας το κόστος εργασίας.
Μην αυταπατάστε. Αυτή
ήταν η βάση για την επιτυχία που σημείωσε
η Γερμανία στις εξαγωγές τα τελευταία
12 έτη. Και οι εξαγωγές ήταν η βασική της
πηγή ανάπτυξης κατά τη διάρκεια αυτής
της περιόδου. Οι χαμηλοί μισθοί όμως
δεν είναι η βάση στην οποία θα έπρεπε
να ανταγωνίζεται ένα πλούσιο κράτος.
Από το 2003, με τη δημιουργία
μεγάλου αριθμού θέσεων εργασίας χαμηλού
μισθού ή ευέλικτων (χωρίς επιδόματα και
ασφάλειες που απόλαυσαν οι προηγούμενες
γενιές) και μερικής απασχόλησης οδήγησε
στην υποχώρηση του δείκτη ανεργίας. Η
Γερμανία έχει πλέον ένα από τα μεγαλύτερα
ποσοστά εργαζόμενων με χαμηλούς
μισθούς σε σύγκριση με τον εθνικό
μέσο όρο της δυτικής Ευρώπης. Για πρώτη
φορά μετά από μία δεκαετία στασιμότητας,
ο μέσος μισθός αυξήθηκε φέτος με ποσοστό
υψηλότερο από ό,τι ο πληθωρισμός και η
παραγωγικότητα.
Ιδανικά, μία πλούσια
χώρα διατηρεί την ανταγωνιστικότητά
της μέσω έρευνας και ανάπτυξης και
κεφαλαιουχικών επενδύσεων. Αντιθέτως, οι
συνολικές σταθερές επενδύσεις μειώνονται
σταθερά στη Γερμανία, από 24% του ΑΕΠ
το 1991, σε λιγότερο από 18%. Η πρόσφατη
Οικονομική Έκθεση για τη Γερμανία που
εξέδωσε ο ΟΟΣΑ αναφέρει ότι οι γερμανικές
επενδύσεις είναι σταθερά πολύ χαμηλότερες
από τον μέσο όρο των χωρών του G7 από το
2001 (και όχι μόνο λόγω της φούσκας του
2000 σε ΗΠΑ και Βρετανία).
Ακόμη και το μίνι θαύμα
της απασχόλησης και η εκρηκτική αύξηση
των εξαγωγών από το 2003 δεν ήταν αρκετά
για να οδηγήσουν σε αύξηση των επενδύσεων
από τις γερμανικές επιχειρήσεις - οι
δημόσιες δαπάνες για υποδομές ήταν
ακόμη λιγότερες.
Ο άλλος τρόπος για να
μείνει μία χώρα στην κορυφή της αλυσίδας
προστιθέμενης αξίας -κατά συνέπεια να
ανταγωνιστεί στη βάση της παραγωγικότητας-
είναι να επενδύσει στο ανθρώπινο
κεφάλαιο, δηλαδή σε εκπαιδευμένο εργατικό
δυναμικό. Στον Καναδά, τη Γαλλία, την
Ιαπωνία, την Πολωνία, την Ισπανία, τη
Βρετανία και τις ΗΠΑ το ποσοστό των νέων
εργαζομένων με προχωρημένες σπουδές
είναι τουλάχιστον 10% ανώτερο από ό,τι
στη Γερμανία - στις περισσότερες
περιπτώσεις η διαφορά ξεπερνά και το
20%.
Επιπλέον, η Γερμανία
είναι μία από τις δύο μόλις προηγμένες
οικονομίες όπου το ποσοστό των ανθρώπων
στην ηλικιακή τάξη 25-34 ετών με πτυχίο
δεν αυξάνεται συγκριτικά με τις
προηγούμενες γενιές (η άλλη είναι οι
ΗΠΑ). Η Γερμανία δεν έχει καταφέρει να
επενδύσει στο δημόσιο σύστημα τριτοβάθμιας
εκπαίδευσης, ενώ ο ιδιωτικός κλάδος
έχει διατηρήσει, αλλά δεν έχει επεκτείνει,
την προσφορά των διάσημων προγραμμάτων
μαθητείας που προσφέρει.
Το αποτέλεσμα είναι
πως η ανάπτυξη παραγωγικότητας της
Γερμανίας είναι χαμηλή συγκριτικά με
τους ανταγωνιστές της. Η ανάπτυξη
του ΑΕΠ ανά ώρα εργασίας είναι 25%
χαμηλότερη από τον μέσο όρο του ΟΟΣΑ κι
αυτό ισχύει από τα μέσα της δεκαετίας
του 1990. Με αυτά τα νούμερα παραγωγικότητας,
δεν αποτελεί έκπληξη ότι οι γερμανικές
επιχειρήσεις ανταγωνίζονται μόνο με
μειώσεις μισθών και μεταφέροντας την
παραγωγή τους προς Ανατολάς.
Τα παραδείγματα
συγκεκριμένων επιχειρήσεων του κλάδου
Mittelstand -μικρομεσαίες οικογενειακές
επιχειρήσεις- και των εξαγωγών τους
προς την Κίνα δεν πρέπει να θολώνουν
την πραγματική εικόνα. Όπως δείχνουν
οι Lawrence Edwards και Robert Lawrence του Peterson
Institute στο νέο τους βιβλίο «Rising Tide» ,το
ποσοστό του μεταποιητικού κλάδου στο
σύνολο της απασχόλησης μειώνεται με
τον ίδιο ρυθμό -περίπου 15%- τα τελευταία
40 χρόνια σχεδόν σε όλες τις ανεπτυγμένες
οικονομίες, συμπεριλαμβανομένης και
της Γερμανίας. Οι μόνες πλούσιες
οικονομίες όπου η απασχόληση στη
μεταποίηση μειώθηκε λιγότερο ήταν η
Ιταλία και η Ιαπωνία - καμία εκ των
δύο δεν χαρακτηρίζεται κινητήριος
δύναμη.
Οι όροι εμπορίου στον
κλάδο μεταποίησης -δηλαδή η σχετική
αξία των προϊόντων μεταποίησης που
παράγει μία χώρα σε σύγκριση με την αξία
όλων των μεταποιημένων προϊόντων που
εισάγει- αυξάνονται με τον ίδιο ρυθμό
στις ΗΠΑ και στη Γερμανία από το 1990. Δεν
υπάρχει κανένα στοιχείο λοιπόν για
ιδιαίτερη επιτυχία στον μεταποιητικό
κλάδο της Γερμανίας.
Ορισμένοι ίσως
υποστηρίξουν ότι η χώρα κάνει ό,τι
καλύτερο μπορεί δεδομένης της κατάστασης
στην οποία έχουν περιέλθει οι πλούσιες
οικονομίες με τις συνθήκες της
παγκοσμιοποίησης, ειδικότερα αναφορικά
με τις πτωτικές τάσεις στους μισθούς
των ανειδίκευτων εργαζομένων στη Δύση.
Βεβαίως, δεν ευθύνεται μόνο εκείνη για
την ενίσχυση της ανισότητας και τη
διστακτικότητα των επιχειρήσεων να
επενδύσουν. Εάν μείνουμε σε αυτό το
σημείο όμως, δεν θα καταφέρουμε να δούμε
τα κέρδη που θα μπορούσαν να είχαν
υπάρξει από μία διαφορετική ατζέντα
μεταρρυθμίσεων που θα ήταν εφικτή
τόσο για τη Γερμανία όσο και για την
ευρωζώνη.
Οι χαμηλές επενδύσεις
στη χώρα είναι αποτέλεσμα των
βαθιών διαρθρωτικών προβλημάτων της
οικονομίας, που δεν είναι σφάλμα μόνο
της αγοράς εργασίας, η οποία είναι πλέον
πολύ πιο ευέλικτη. Η μανία με τις εξαγωγές
έχει αποσπάσει την προσοχή των αξιωματούχων
από την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών,
την απορρύθμιση του κλάδου υπηρεσιών,
τις δημόσιες δαπάνες σε υποδομές, την
παιδεία και την τεχνολογική ανάπτυξη
που θα μπορούσε να ενισχύσει τις
προσοδοφόρες ιδιωτικές επενδύσεις και
να υπάρξει τελικά το αποτέλεσμα των
υψηλότερων μισθών.
Η εξάρτηση από την
εξωτερική ζήτηση στέρησε από τους
εργαζόμενους της Γερμανίας όλα όσα
κέρδισαν και θα έπρεπε τώρα να αποταμιεύουν
ή να καταναλώνουν. Τώρα όμως, είναι και
εκείνοι εξαρτημένοι από τις εξαγωγές
για την ανάπτυξη, σε έναν αυτοτροφοδοτούμενο
κύκλο.
Αυτό σημαίνει, δε, ότι
κινούνται πτωτικά στην αλυσίδα της
προστιθέμενης αξίας και όχι ανοδικά. Η
επιδίωξη της ίδιας πολιτικής από τους
Ευρωπαίους εμπορικούς εταίρους θα
ενισχύσει αυτές τις πιέσεις. Η συμπίεση
των μισθών δεν είναι επιτυχής στρατηγική
ανάπτυξης ούτε για τη Γερμανία, ούτε
για το μέλλον της Ευρώπης.
*Ο Adam Posen είναι πρόεδρος
του Peterson Institute for International Studies.