Για «εκτόξευση» της ελληνικής οικονομίας μιλάει η ΤτΕ η οποία βλέπει ανάπτυξη για το 2017 και μάλιστα της τάξης του 2,5% που θα επιταχνυθεί στο 3% το 2018 και το 2019 φέρνοντας χαρμόσυνα μηνύματα στην πολύπαθη ελληνική οικονομία.
Οι προβλέψεις της Τράπεζας της Ελλάδος για την ελληνική οικονομία δείχνουν ανάκαμψη της δραστηριότητας η οποία ξεκινά από το β ’ εξάμηνο του 2016 και συνεχίζεται, επιταχυνόμενη, στα έτη 2017, 2018 και 2019. Συγκεκριμένα, το 2016 αναμένεται οριακή αύξηση του ΑΕΠ της τάξεως του 0,1%. Για το 2017 προβλέπεται ρυθμός ανάπτυξης 2,5%, ο οποίος εκτιμάται ότι θα επιταχυνθεί στο 3% τα έτη 2018 και 2019, βασιζόμενος στην άνοδο των επενδύσεων, της κατανάλωσης και των εξαγωγών
Στο κείμενο της έκθεσης η ΤτΕ σημειώνει επίσης πως η απόφαση του Eurogroup της 5ης Δεκεμβρίου 2016 είναι ένα μικρό βήμα σε θετική κατεύθυνση στην πορεία ολοκλήρωσης του προγράμματος. αφού με την απόφαση αυτή υλοποιούνται οι δεσμεύσεις των εταίρων για μερική ελάφρυνση του χρέους μέσω της εφαρμογής των λεγόμενων βραχυπρόθεσμων μέτρων, όπως είχε συμφωνηθεί. Μάλιστα σημειώνει πως τα μέτρα αυτά αναμένεται να μειώσουν, σε βάθος χρόνου, το δημόσιο χρέος κατά 20 περίπου ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ, καθώς και τις ετήσιες ακαθάριστες δανειακές ανάγκες του Ελληνικού Δημοσίου. Από την άλλη πλευρά όμως, υπογραμμίζει πως δεν επήλθε συμφωνία όσον αφορά την ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης του προγράμματος.
Προειδοποιεί πως «ο χρόνος που απομένει δεν είναι μεγάλος, εν όψει των επικείμενων εθνικών εκλογών σε αρκετές χώρες-μέλη της ευρωζώνης. Προκειμένου να μη χαθεί η θετική δυναμική που έχει αρχίσει να διαφαίνεται στην ελληνική οικονομία, η Τράπεζα της Ελλάδος προτρέπει τόσο τους εταίρους και τους θεσμούς όσο και την ελληνική κυβέρνηση να επιδείξουν ρεαλισμό και ευελιξία, να θέσουν στο περιθώριο ζητήματα που δημιουργούν σοβαρά προβλήματα στην εκτέλεση του προγράμματος και να τα επανεκτιμήσουν αφού οι διαφορές έχουν εξομαλυνθεί, με τελικό στόχο να μην παρεκκλίνουν από τα συμφωνηθέντα, ούτως ώστε να ολοκληρωθεί η αξιολόγηση το συντομότερο δυνατόν».
Ακολουθεί απόσπασμα με τα κύρια σημεία της ενδιάμεσης έκθεσης της ΤτΕ:
Η πρόοδος στην εφαρμογή του προγράμματος και στην ελληνική οικονομία δεν πρέπει να ανακοπεί
Η παρούσα ενδιάμεση Έκθεση της Τράπεζας της Ελλάδος για τη Νομισματική Πολιτική υποβάλλεται σε μια περίοδο που οι διαπραγματεύσεις με τους θεσμούς στο πλαίσιο της δεύτερης αξιολόγησης του προγράμματος του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας (ESM) βρίσκονται σε κρίσιμη φάση. Η μέχρι τώρα πρόοδος στην εφαρμογή του προγράμματος είχε θετική επίδραση στη ρευστότητα και στο κλίμα εμπιστοσύνης και αντανακλάται στη θετική εξέλιξη του ΑΕΠ το γ’ τρίμηνο του έτους, τις θετικές δημοσιονομικές εξελίξεις αλλά και τη βελτίωση των αποτελεσμάτων των τραπεζών. Το γεγονός αυτό ενισχύει τις προοπτικές ανάκαμψης της οικονομίας και οριστικής εξόδου από την κρίση, όπως είχε επισημάνει η Τράπεζα της Ελλάδος στην Έκθεση Νομισματικής Πολιτικής τον Ιούνιο του 2016. Αυτό είναι ιδιαίτερα χρήσιμο, αλλά και επιτακτικό, σε μία περίοδο έντονων εξωτερικών κλυδωνισμών και ενδεχόμενων κινδύνων. Η πρόοδος αυτή δεν πρέπει να ανακοπεί επ’ ουδενί λόγω.
Η θετική δυναμική που έχει διαμορφωθεί στην οικονομία πρέπει να στηριχθεί και να παγιωθεί με την προσήλωση στους στόχους του προγράμματος και την επιτάχυνση στο ρυθμό εφαρμογής των μεταρρυθμίσεων και ιδιωτικοποιήσεων που έχουν συμφωνηθεί. Οι όποιες διαφορές πρέπει να εξομαλυνθούν στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων, σε πνεύμα καλής συνεργασίας με τους θεσμούς και τους εταίρους.
Η, με επιμονή και συνέπεια, εφαρμογή του προγράμματος διευκολύνει τη λήψη αποφάσεων για τα μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα μέτρα που θα διασφαλίσουν τη βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους και την ένταξη των ελληνικών κρατικών ομολόγων στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ. Κάτι τέτοιο θα προλειάνει το έδαφος για την πλήρη επάνοδο του Ελληνικού Δημοσίου και των ελληνικών επιχειρήσεων στις διεθνείς κεφαλαιαγορές.
Ισχυροποίηση της ανάπτυξης προβλέπεται το 2017
Στη διάρκεια των πρώτων μηνών του 2016 η οικονομία συνέχισε να επηρεάζεται από τους περιορισμούς στην κίνηση κεφαλαίων, αλλά και από το αβέβαιο οικονομικό κλίμα των παρατεταμένων διαπραγματεύσεων. Στην αρνητική εξέλιξη του ΑΕΠ το α’ εξάμηνο του 2016 συνέβαλαν κυρίως η υποχώρηση της κατανάλωσης (ιδιωτικής και δημόσιας) και η κάμψη του εξωτερικού τομέα της οικονομίας, ενώ αντίθετα σε θετική κατεύθυνση κινήθηκαν οι επενδύσεις. Η ολοκλήρωση της πρώτης αξιολόγησης, ωστόσο, έθεσε τις βάσεις για τη βελτίωση των συνθηκών χρηματοδότησης και την ανάκαμψη της οικονομίας. Ταυτόχρονα, η επίλυση εκκρεμοτήτων που εντάχθηκαν στην πρώτη και δεύτερη αξιολόγηση -όπως για παράδειγμα η ολοκλήρωση των ιδιωτικοποιήσεων των περιφερειακών αεροδρομίων και του πρώην αεροδρομίου του Ελληνικού- βοήθησε στη σταδιακή ενίσχυση του οικονομικού κλίματος.
Παρά τη μικτή εικόνα που παρουσιάζουν οι βραχυχρόνιοι δείκτες οικονομικής δραστηριότητας, τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ για το γ’ τρίμηνο του 2016 καταγράφουν σημαντική άνοδο του ΑΕΠ κατά 0,8% έναντι του β’ τριμήνου και κατά 1,8% έναντι του αντίστοιχου τριμήνου του 2015, εξέλιξη που σηματοδοτεί την επάνοδο της οικονομίας σε ανοδική τροχιά, καθώς στο εννεάμηνο Ιανουαρίου-Σεπτεμβρίου 2016 το ΑΕΠ αυξήθηκε κατά 0,2% έναντι της αντίστοιχης περιόδου του 2015. Η αύξηση του ΑΕΠ το εν λόγω εννεάμηνο οφείλεται στην αύξηση των ακαθάριστων επενδύσεων και την ανάκαμψη της κατανάλωσης, ενώ αρνητικά επέδρασαν οι καθαρές εξαγωγές.
Οι προβλέψεις της Τράπεζας της Ελλάδος για την ελληνική οικονομία δείχνουν ανάκαμψη της δραστηριότητας η οποία ξεκινά από το β’ εξάμηνο του 2016 και συνεχίζεται, επιταχυνόμενη, στα έτη 2017, 2018 και 2019. Συγκεκριμένα, το 2016 αναμένεται οριακή αύξηση του ΑΕΠ της τάξεως του 0,1%. Για το 2017 προβλέπεται ρυθμός ανάπτυξης 2,5%, ο οποίος εκτιμάται ότι θα επιταχυνθεί στο 3% τα έτη 2018 και 2019, βασιζόμενος στην άνοδο των επενδύσεων, της κατανάλωσης και των εξαγωγών.
Σε τροχιά προς ένα νέο, εξωστρεφές αναπτυξιακό πρότυπο
Εξετάζοντας την πορεία της οικονομίας από μια πιο μακρόπνοη σκοπιά, προκύπτει σαφώς ότι από την αρχή της κρίσης η Ελλάδα έχει σημειώσει σημαντική πρόοδο όσον αφορά τη διόρθωση των δημοσιονομικών και εξωτερικών ανισορροπιών της που την οδήγησαν στην κρίση.
Ειδικότερα, επιτεύχθηκαν:
• αξιοσημείωτη δημοσιονομική προσαρμογή, καθώς η βελτίωση του «διαρθρωτικού» πρωτογενούς δημοσιονομικού αποτελέσματος την περίοδο 2009-2015 κατά 17 ποσοστιαίες μονάδες του δυνητικού ΑΕΠ ήταν διπλάσια από την προσαρμογή που πέτυχαν άλλα κράτη-μέλη τα οποία εφάρμοσαν προγράμματα της ΕΕ-ΔΝΤ,
• πλήρης ανάκτηση της απώλειας διεθνούς ανταγωνιστικότητας σε όρους κόστους εργασίας που είχε καταγραφεί μεταξύ 2000 και 2009,
• εξάλειψη του ελλείμματος στο ισοζύγιο εξωτερικών συναλλαγών, με τη συνολική βελτίωση την περίοδο 2008-2015 να ξεπερνά τις 15 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ,
• ανακεφαλαιοποίηση και αναδιάρθρωση του τραπεζικού συστήματος, με αποτέλεσμα να αντεπεξέλθει με επιτυχία στην κρίση και τη φυγή των καταθέσεων,
• σημαντικές διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις στις αγορές εργασίας και προϊόντων, καθώς και στη δημόσια διοίκηση.
Ως αποτέλεσμα των ανωτέρω αλλαγών, αναμένεται να ενισχυθεί το αναπτυξιακό δυναμικό της ελληνικής οικονομίας μακροπρόθεσμα μέσω της ταχύτερης ανόδου της παραγωγικότητας της εργασίας και της αύξησης της απασχόλησης.
Οι αλλαγές που έχουν έως τώρα εφαρμοστεί έχουν συντελέσει στη διαφαινόμενη αναδιάρθρωση της οικονομίας προς ένα νέο, εξωστρεφές αναπτυξιακό πρότυπο, που βασίζεται στους τομείς των διεθνώς εμπορεύσιμων αγαθών και υπηρεσιών και στην αύξηση του μεριδίου των εξαγωγών στο ΑΕΠ. Οι ενδείξεις που υπάρχουν είναι ήδη βάσιμες και επιτρέπουν την εκτίμηση ότι η πορεία αναδιάρθρωσης θα επιταχυνθεί, αν εφαρμοστούν και όσες μεταρρυθμίσεις απομένουν.
Πηγή www.naftemporiki.gr
https://diulistirio.blogspot.gr