Οι πόρτες άνοιξαν.
Ο φρουρός έδωσε μια σπρωξιά και ο ταλαίπωρος διευθυντής βρέθηκε μέσα στην Αρένα. Ο λαός ξέσπασε σε χειροκροτήματα και ζητωκραυγές. Επιτέλους, θα φαγωθεί ένας διευθυντής.
Ο διευθυντής κοίταξε γύρω του σαν χαμένος. Δεν μπορούσε να πιστέψει ότι του συμβαίνει αυτό. Λίγες μόλις μέρες πριν, ήταν ακόμα ένας αξιοσέβαστος διευθυντής, με το δρύΙνο γραφείο του, με ....
τις κουστουμιές του, με τις καλλίγραμες γραμματείς του, με τους αυλικούς του, και τώρα ξαφνικά, η φούσκα έσκασε, το όνειρο χάθηκε, και να που βρέθηκε αυτός, κοτζάμ διευθυντής, στη μέση της αρένας, να βλέπει ανθρώπους που θα περιφρονούσε λίγες μέρες πριν, να φωνάζουν δυνατά, και να ζητάν αίμα, το αίμα αυτουνού που μέσα σε μια νύχτα τα έχασε όλα και έγινε σκιά του παλιού του εαυτού.
Εψαξε με το μάτι του το Βασιλιά. Να οι αυλικοί. Γιατί κοιτάζουν μακριά; έγνεψε με το χέρι του στο βασιλιά. "Βασιλιά μου..." πρόλαβε να πει, μα πριν προλάβει να του πει "... έκανα ότι ακριβώς μου είπες, κορόΙδεψα, έφαγα, έκλεψα, καταχράστηκα, ότι κάνουν οι καθώς πρέπει άνθρωποι δηλαδή, και τώρα γιατί όλοι αυτοί οι αυλικοί κάνουν σαν να μην ξέρουν τίποτα από όλα αυτά και να που εγώ ...."
Ο Βασιλιάς κατέβασε το δάχτυλο.
Οι πόρτες άνοιξαν και τα πεινασμένα λιοντάρια χύμηξαν πάνω στον παγωμένο από το φόβο διευθυντή. Ο λαός ξεσηκώθηκε και σκέπασε με φωνές και χειροκροτήματα τις κραυγές. Πριν τον δαγκώσει το λιοντάρι στο λαιμό, ο δύστυχος διευθυντής, είδε στην πρώτη σειρά στους θεατές, έναν γνωστό του, έναν που τρώγαν κάθε μέρα μαζί, να τον κοιτάζει με γουρλωμένα μάτια και να φωνάζει από χαρά που ένας κλέφτης διευθυντής θα τιμωρούνταν επιτέλους σκληρά.
Ο Βασιλιάς κοίταξε γύρω του ευχαριστημένος. Ο κόσμος είχε ενθουσιαστεί, τα λιοντάρια ήταν χορτάτα, και ο ενοχλητικός διευθυντής δε θα τον ενοχλούσε πια. Κοίταξε μεγαλόπρεπα προς τους αυλικούς. Ηταν όλοι τους μέτριοι μαθητές, αλλά αυτούς τουλάχιστον μπορούσε να τους ανεχτεί, τουλάχιστον μέχρι να γίνει ολόκληρη η δουλειά, να γίνει δηλαδή αυτός, ο ένας και μοναδικός πανίσχυρος Βασιλιάς.
Ο λαός δεν τα καταλάβαινε όλα αυτά. Του άρεσε απλώς να βλέπει λιοντάρια να ξεσκίζουν διευθυντές και αυλικούς. Και να πηγαίνει στοίχημα στα πρακτορεία του οπάπ ποιο θα είναι το πρώτο λιοντάρι που θα ριχτεί.
ΘΑΛΑΜΟΦΥΛΑΚΑΣ
Ο φρουρός έδωσε μια σπρωξιά και ο ταλαίπωρος διευθυντής βρέθηκε μέσα στην Αρένα. Ο λαός ξέσπασε σε χειροκροτήματα και ζητωκραυγές. Επιτέλους, θα φαγωθεί ένας διευθυντής.
Ο διευθυντής κοίταξε γύρω του σαν χαμένος. Δεν μπορούσε να πιστέψει ότι του συμβαίνει αυτό. Λίγες μόλις μέρες πριν, ήταν ακόμα ένας αξιοσέβαστος διευθυντής, με το δρύΙνο γραφείο του, με ....
τις κουστουμιές του, με τις καλλίγραμες γραμματείς του, με τους αυλικούς του, και τώρα ξαφνικά, η φούσκα έσκασε, το όνειρο χάθηκε, και να που βρέθηκε αυτός, κοτζάμ διευθυντής, στη μέση της αρένας, να βλέπει ανθρώπους που θα περιφρονούσε λίγες μέρες πριν, να φωνάζουν δυνατά, και να ζητάν αίμα, το αίμα αυτουνού που μέσα σε μια νύχτα τα έχασε όλα και έγινε σκιά του παλιού του εαυτού.
Εψαξε με το μάτι του το Βασιλιά. Να οι αυλικοί. Γιατί κοιτάζουν μακριά; έγνεψε με το χέρι του στο βασιλιά. "Βασιλιά μου..." πρόλαβε να πει, μα πριν προλάβει να του πει "... έκανα ότι ακριβώς μου είπες, κορόΙδεψα, έφαγα, έκλεψα, καταχράστηκα, ότι κάνουν οι καθώς πρέπει άνθρωποι δηλαδή, και τώρα γιατί όλοι αυτοί οι αυλικοί κάνουν σαν να μην ξέρουν τίποτα από όλα αυτά και να που εγώ ...."
Ο Βασιλιάς κατέβασε το δάχτυλο.
Οι πόρτες άνοιξαν και τα πεινασμένα λιοντάρια χύμηξαν πάνω στον παγωμένο από το φόβο διευθυντή. Ο λαός ξεσηκώθηκε και σκέπασε με φωνές και χειροκροτήματα τις κραυγές. Πριν τον δαγκώσει το λιοντάρι στο λαιμό, ο δύστυχος διευθυντής, είδε στην πρώτη σειρά στους θεατές, έναν γνωστό του, έναν που τρώγαν κάθε μέρα μαζί, να τον κοιτάζει με γουρλωμένα μάτια και να φωνάζει από χαρά που ένας κλέφτης διευθυντής θα τιμωρούνταν επιτέλους σκληρά.
Ο Βασιλιάς κοίταξε γύρω του ευχαριστημένος. Ο κόσμος είχε ενθουσιαστεί, τα λιοντάρια ήταν χορτάτα, και ο ενοχλητικός διευθυντής δε θα τον ενοχλούσε πια. Κοίταξε μεγαλόπρεπα προς τους αυλικούς. Ηταν όλοι τους μέτριοι μαθητές, αλλά αυτούς τουλάχιστον μπορούσε να τους ανεχτεί, τουλάχιστον μέχρι να γίνει ολόκληρη η δουλειά, να γίνει δηλαδή αυτός, ο ένας και μοναδικός πανίσχυρος Βασιλιάς.
Οι αυλικοί γύρισαν όλοι με μιας. Είχαν απολαύσει το θέαμα, όμως το είχε παρακάνει πια ο Βασιλιάς, κάθε εβδομάδα και έναν διευθυντή, κάθε μήνα και έναν αυλικό, και είχαν αρχίσει να νιώθουν κι αυτοί, ότι ο Βασιλιάς τους που κοιτούσε με την ίδια περιφρόνηση το λαό, άλλαξε τώρα ξαφνικά, τώρα που κοντεύει να τελειώσει η δουλειά, και τώρα αυτούς τους σεβαστούς αυλικούς, τους έδινε ο Βασιλιάς βορά στο λαό, για να τον κρατάει ήσυχο και κανείς δεν ήξερε πια, αν την επόμενη φορά, θα ήταν ο ίδιος αυτός που θα βρισκόταν στη μέση της αρένας.
Ο λαός δεν τα καταλάβαινε όλα αυτά. Του άρεσε απλώς να βλέπει λιοντάρια να ξεσκίζουν διευθυντές και αυλικούς. Και να πηγαίνει στοίχημα στα πρακτορεία του οπάπ ποιο θα είναι το πρώτο λιοντάρι που θα ριχτεί.
ΘΑΛΑΜΟΦΥΛΑΚΑΣ