Η Προέλαση
του Ελληνικού Στρατού στην Μακεδονία
με στόχο την απελευθέρωση των αλύτρωτων
Ελλήνων, που ζούσαν ακόμη υπό το καθεστώς
της οθωμανικής κυριαρχίας, ξεκίνησε
τον Οκτώβριο του 1912.
Σύντομα, ωστόσο, ξέσπασε
η δραματική διαφωνία του Ελευθερίου
Βενιζέλου με τον διάδοχο του ελληνικού
θρόνου, Κωνσταντίνο, σχετικά με την
κατεύθυνση που έπρεπε να ακολουθήσουν
οι ένοπλες δυνάμεις. Ο Κωνσταντίνος
υποστήριζε πως τα στρατεύματα έπρεπε
να κινηθούν προς την περιοχή του
Μοναστηρίου, ενώ αντίθετα ο Βενιζέλος
έθετε ως άμεση προτεραιότητα την
απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης.
Η άποψη του πρωθυπουργού
τελικά υπερίσχυσε και οι ελληνικές
δυνάμεις προέλασαν ταχύτατα, ώστε να
προλάβουν την κατάληψη της Θεσσαλονίκης
από τους Βούλγαρους, που πλησίαζαν στην
πόλη απειλητικά.
Όταν οι ελληνικές
δυνάμεις εμφανίστηκαν στις παρυφές της
«νύφης του Βορρά», ο Κωνσταντίνος και
ο οθωμανός διοικητής, Χασάν Ταξίν,
ξεκίνησαν διαπραγματεύσεις που κατέληξαν
στην «άνευ όρων» παράδοση της. Οι έλληνες
στρατιώτες εισήλθαν επευφημούμενοι
στην Θεσσαλονίκη, ενώ σύντομα αφίχθη
και ο βασιλιάς Γεώργιος, που παρακολούθησε
την πανηγυρική δοξολογία της 30ης
Οκτωβρίου.
Τη διοίκηση των νέων
χωρών ανέλαβε τότε ο Κωνσταντίνος
Ρακτιβάν «όπως ως αντιπρόσωπος της
Ελληνικής Κυβερνήσεως κανονίση τα της
προσωρινής διοικήσεως των καταληφθεισών
χωρών». Η θητεία του Ρακτιβάν διήρκεσε
μέχρι τον Ιούνιο του 1913, όταν εκδιώχθηκε
από την πόλη ο βουλγαρικός στρατός και
τον διαδέχτηκε, ως οριστικός διοικητής
πια, ο Στέφανος Δραγούμης.
Στη Θεσσαλονίκη εκείνη
την εποχή εκδίδονταν τρεις ελληνόγλωσσες
εφημερίδες: α) η Μακεδονία του Κωνσταντίνου
Βελλίδη, που εκδόθηκε για πρώτη φορά
στις 10 Ιουλίου του 1911, β) η Νέα Αλήθεια
του Ιωάννη Κούσκουρα, που κυκλοφορούσε
από τον Ιούνιο του 1909 ως συνέχεια της
εφημερίδας Αλήθεια και γ) το Εμπρός, του
Αντώνη Οικονομίδη, που εμφανίστηκε για
πρώτη φορά στις 15 Αυγούστου του 1912. Και
τα τρία έντυπα, όπως είναι φυσικό,
υποδέχτηκαν με μεγάλη χαρά και
πανηγυρισμούς την ένταξη της πόλης στον
εθνικό κορμό.
«Ζήτω η Ελευθερία - Δόξα
και Τιμή εις τον Ελληνικόν Στρατόν»
αναγραφόταν στο πρωτοσέλιδο της
Μακεδονίας, που καλυπτόταν σχεδόν εξ
ολοκλήρου από την ελληνική σημαία. Και
συνέχιζε: «Με θερμά δάκρυα, δάκρυα της
χαράς εκείνης, που πλημμυρεί τα στήθη
δούλου ανακτώντος την ελευθερίαν του,
και δάκρυα της ευγνωμοσύνης εκείνης,
που κατακλύζει όλην του την ύπαρξιν,
δια τον ελευθερωτήν του, χαιρετίζομεν
τον Ελληνικόν Στρατόν εισερχόμενον εις
την περίλαμπρον των Θεσσαλονικέων
πόλιν».
Η Νέα Αλήθεια, πιο
συγκρατημένα, κυκλοφόρησε με κεντρικό
τίτλο «Ζήτω ο Ελληνικός Στρατός και ο
Διάδοχος Κωνσταντίνος», ενώ το πρωτοσέλιδο
του Εμπρός με τίτλο «Δόξα και Τιμή στα
Ελληνικά Όπλα», φιλοξενούσε παράλληλα
ένα σκίτσο της ελληνικής σημαίας.
Οι αθηναϊκές εφημερίδες
συμμετείχαν επίσης στους πανηγυρισμούς
για την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης.
Μια από τις μεγαλύτερες εφημερίδες της
χώρας, το Εμπρός του Δημήτριου Οικ.
Καλαποθάκη, έγραφε χαρακτηριστικά:
«Μολονότι ανεμένετο η κατάληψις της
Θεσσαλονίκης από 24 ωρών, η αναγγελία
της εισόδου του Ελληνικού Στρατού εντός
αυτής προεκάλεσε χθες ρίγη συγκινήσεως
και χαράς και αι Αθήναι πρώτον, μετ’
αυτάς δε ο ελληνισμός ολόκληρος ησθάνθησαν
την απερίγραπτον εκείνην ανακούφισιν,
ήτις συνοδεύει όλα τα μεγάλα γεγονότα
και η οποία προέρχεται κατ’ ευθείαν
από την εθνικήν ψυχήν».
Το πρωτοσέλιδο του
μεγάλου ανταγωνιστή του Εμπρός, του
Σκριπ (ιδρυτής του οποίου ήταν ο Ευάγγελος
Κουσουλάκος), ήταν καλυμμένο με φωτογραφίες
της Θεσσαλονίκης, ενώ το κύριο άρθρο
του ανέφερε πως «ουδείς δύναται να
περιγράψη τα σκιρτήματα της χαράς, την
πλημμύραν των συγκινήσεων, τα αναφωνήματα
του ενθουσιασμού, την γλυκύτητα των
συναισθημάτων, τα ιερά ρίγη όσα ησθάνθη
και όσα διέδραμον χθες άπαν το ελληνικόν».
Η Ακρόπολις, η εφημερίδα
του «πρύτανη» της ελληνικής δημοσιογραφίας,
Βλάση Γαβριηλίδη, έσπευσε να αναλύσει
τη σημαντικότητα της Θεσσαλονίκης:
«Ελέγαμεν ότι πρόκειται περί πόλεως
τόσο σημαντικής όσο αι Αθήναι, υπό τινάς
δ’ επόψεις περισσότερον σημαντικής
και των Αθηνών. Η υπεροχή της Θεσσαλονίκης
συνίσταται εις το ότι είνε η φυσική
εισβολητής κεντρώας Ευρώπης προς την
θάλασσαν. Εις το ότι είναι κέντρο διεθνούς
και όχι μόνο Ελληνικού εμπορίου. Ότι
είναι κεφαλή ενός Ευρωπαϊκού σιδηροδρόμου.
Ότι είναι πλησιεστέρα προς την Ηπειρωτικήν
Ευρώπην. Ότι είναι πλησιεστέρα προς τον
Ασιατικόν Ελληνισμόν. Ότι είναι οχυρά
από θαλάσσης. Ότι έχει μάλλον διεθνή
Τύπον. Και ότι προς αυτήν συρρέουν αι
δυνάμεις της πλουσιωτέρας, της ευανδροτέρας
ελληνικής χώρας»…
Η Εστία, του Αδ. Κύρου,
θεώρησε την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης,
ως το πρώτο βήμα: «Η κατάληψις της
Θεσσαλονίκης συμπληρώνει το πρώτον
μέρος της ενεργείας του ελληνικού
στρατού. […] Και η μεν περαιτέρω
διαγραφομένη εις τον ελληνικόν στρατόν
ενέργεια είνε φανερά. Αφού εξώντωσεν
εις το διαμέρισμα της Θεσσαλονίκης την
εχθρικήν δύναμιν, μέγα μέρος της οποίας
είναι ήδη και αιχμάλωτον, θα στραφή
βεβαίως εις δίωξιν της υπολοίπου,
οπουδήποτε αλλαχού εις την νότιον
Μακεδονίαν ευρισκομένης».
Οι Καιροί, του Πέτρου
Κανελλίδη, έδωσαν ακόμα πιο πανηγυρικό
τόνο στο εξώφυλλό τους: «Ήτο ανάστασις
χθες. Ανάστασις εθνική. Διεσείρθη και
εκ ρίζων πλέον κατέπεσεν η τυραννία.
Κατερρίφθη η αιμοβαφής σημαία της
ημισελήνου και εις την μακεδονικήν
πρωτεύουσαν υπερήφανος ανεπετάσθη η
γαλανή σημαία του Σταυρού», αναγραφόταν
κάτω από ένα μεγάλο σκίτσο, που καταλάμβανε
σχεδόν το μισό πρωτοσέλιδο.
Το Νέον Άστυ, του Γερ.
Πετροβίκη, τόνιζε το μη αναστρέψιμο της
διαμορφωθείσας κατάστασης: «Η Μακεδονία
απωλέσθη πλέον ανεπιστρεπτί δια την
Τουρκίαν. Και αν ακόμη το θηρίον σφαδάζη
πληγομένον θανασίμως προς το μέρος της
γραμμής Μοναστηρίου, οι σφαδασμοί του
αυτοί είνε οι τελευταίοι. Αύριον θα πέση
πτώμα οικτρόν και αποσυντεθειμένον,
άξιον της υστάτης περιφρονήσεως, διότι
δεν υπήρξεν άξιον να πέση τουλάχιστον
γενναίως».
Η καθημερινή πολιτική
εφημερίδα Πατρίς, του Σπ. Μ. Σίμου, αφού
φιλοξένησε στο μισό πρωτοσέλιδό της
φωτογραφίες της Θεσσαλονίκης, έδωσε
στη συνέχεια έναν συγκινησιακό τόνο:
«Αιώνων ονειροπόλημα πραγματοποιείται
με τη δύναμιν του Θεού. Δάκρυα χαράς
αναβλύζουν από τους οφθαλμούς πάντων.
Πάλλουν αι καρδίαι των απανταχού Ελλήνων.
Αντηχούν χαρμοσύνως οι κώδωνες των
εκκλησιών και τα πλήθη των Χριστιανών
αλαλάζουν και δύει η Ημισέληνος
κατατροπωθείσα».
Ο Χρόνος, από την άλλη
πλευρά, συνέδεσε τη γιορτή του Αγίου
Δημητρίου με την απελευθέρωση της πόλης:
«Ότι ενομίζετο ακατόρθωτον, ότι εθεωρείτο
όνειρον επραγματοποιήθη, κατορθώθη,
συνετελέσθη χθες. Οι ανευλαβώς
διακηρρύσοντες, “ότι ο καιρός των
θαυμάτων παρήλθε πλέον” και παρ’ ολίγον
να γείνουν οι ολετήρες του Έθνους
αυτοί, εβουβάθησαν, κατεπλάγησαν, ίσως
επίστευσαν. Ο Άγιος Δημήτριος “ο των
αιχμαλώτων ελευθερωτής”, ο χθες
εορταζόμενος άγιος πολιούχος της
ελληνικωτάτης Θεσσαλονίκης, παραδίδει
την πόλην εις τον ελληνικόν στρατόν».
Η εφημερίδα Αθήναι, του
Γεώργιου Κ. Πωπ, αναφέρθηκε και στο
βυζαντινό παρελθόν της πόλης: «Εις την
ιστορίαν του λαού ημών κατέλαβεν θέσιν
επιφανή, διότι καθ’ όλην την μεσαιωνικήν
περίοδον υπήρξεν η δευτέρα μεγάλη και
επίσημος πρωτεύουσα της Βυζαντινής
Αυτοκρατορίας. [ ...] Αι πολυποίκιλοι
περιπέτειαι και τα παθήματα από επιδρομών
και αλώσεων δίδουν ιδέαν του τεταραγμένου
ιστορικού βίου, τον οποίον διήλθεν η
μεσαιωνική αυτοκρατορία, συνεχώς κατά
των βαρβάρων αγωνιζομένη και συνεχώς
σώζουσα την χριστιανωσύνην και τον
πολιτισμόν».
Η είδηση της απελευθέρωσης
έφτασε, τέλος, καθυστερημένα στη Νέα
Υόρκη. Στο φύλλο της 8ης Νοεμβρίου του
1912, η καθημερινή εθνική εφημερίδα
Ατλαντίς κυκλοφόρησε με τον τίτλο «Η
Θεσσαλονίκη εκυριέφθη», υπότιτλο
«Θριαμβευτική είσοδος του διαδόχου»
και φιλοξενούσε μια φωτογραφία του
θαλάσσιου μετώπου της πόλης, ενώ στη
συνέχεια σκιαγραφούσε ένα σύντομο
πορτρέτο της πόλης και της ιστορίας
της.
Του Χάρη Δ. Ραϊτσίνη
http://news.youropia.gr
www.diulistirio.blogspot.gr