Το ηγετικό στέλεχος της 17 Νοέμβρη και από τους λίγους που ανέλαβαν προσωπική ευθύνη για τη δράση της, ο Δημήτρης Κουφοντίνας, στο προλογικό του σημείωμα, εξηγεί τους λόγους που τον ώθησαν στη συγγραφή του συγκεκριμένου βιβλίου. Αναφέρει χαρακτηριστικά: «Συλλογικά θα έπρεπε να γίνει και ο απολογισμός της Επαναστατικής Οργάνωσης της 17 Νοέμβρη, η αυτοκριτική για το έργο μας, για εμάς τους ίδιους. Συλλογικά να πάρουμε την ευθύνη και να σταθούμε μπροστά στο λαό, να του δώσουμε λογαριασμό. Το οφείλαμε στις γενιές που πέρασαν, το χρωστάγαμε στις γενιές που θα έρθουν». Και στη συνέχεια: «Εγώ, από τη μεριά μου, ανέλαβα την προσωπική μου ευθύνη. Και, τώρα, ανοιχτά, σε πρώτο πρόσωπο, μιλώ για τη βιωματική πορεία, τη διαμόρφωση της ιδεολογικοπολιτικής ταυτότητας που με μετέτρεψε στον Αντώνη του παράνομου αγώνα…».
Σε αυτό το βιβλίο, όπως λέει ο Δημήτρης Κουφοντίνας, δίνει, «δίχως να απαρνηθεί την προσωπική του ιστορία», έναν πρώτο απολογισμό της πορείας του, μετά από «σαράντα χρόνια στο κίνημα (τέσσερα στο μαζικό, τέσσερα στο πολύμορφο, είκοσι στη 17 Ν, δώδεκα πολιτικός κρατούμενος)» και, μαζί, «μια συμβολή στην ιστορία του μεταπολιτευτικού κινήματος της ένοπλης κριτικής».
«Χαιρετισμό» στον Δ. Κουφοντίνα («Δημήτρη, σύντροφε», τον προσφωνεί) απευθύνει ο Χορχέ Σαμπάλσα: «Από την εδώ όχθη του ωκεανού και από την ίδια ταξική θέση έρχεται ο αδελφικός μου χαιρετισμός, στο όνομα των Τουπαμάρος (σσ: αντάρτες της Ουρουγουάης) που πάντα αμετανόητοι συνεχίζουν τον αγώνα τους για την επανάσταση και τον σοσιαλισμό».
Αντίθετα με ό,τι ίσως να αναμένει κάποιος, ο Κουφοντίνας δεν επικεντρώνεται στη «φυλακή» και στους λόγους που τον οδήγησαν σε αυτή. Γράφει «σαν να είναι έξω», δρον πολιτικό υποκείμενο. Επιπλέον, ο συγγραφέας είναι ειλικρινής: «Αυτονόητα, δεν μπορεί να ειπωθεί σήμερα όλη η αλήθεια-θα έρθει η ώρα να ειπωθεί ολόκληρη, να δοθεί όνομα στα πάντα. Όσα ειπωθούν σήμερα, όμως, πρέπει να είναι όλα αλήθεια».
Στο βιβλίο, ο Κουφοντίνας αναφέρεται εκτενώς σε πολλές από τις σύγχρονες πολιτικές εξελίξεις, μεταξύ αυτών και στο ενδεχόμενο μιας κυβέρνησης της Αριστεράς. Σχολιάζει ότι η κοινοβουλευτική Αριστερά «κάνει σαν να μην καταλαβαίνει ότι η επιλογή της είναι ή να δώσει με το κίνημα τη σύγκρουση ή να εξευτελιστεί σε διαχειριστή της “καμένης γης”».
Όπως σημειώνει στον πρόλογό του ο Νίκος Γιαννόπουλος, που έχει την επιμέλεια της έκδοσης, «πρόκειται για ένα, μοναδικό, μάλλον, βιβλίο “ένα σε δύο”, στο οποίο το πολιτικό στοιχείο συνυπάρχει με την “αστυνομική περιπέτεια” και η ιδεολογική αναζήτηση με τη βιωματική-υπαρξιακή διάσταση». Και διευκρινίζει: «Γιατί έτσι ακριβώς είναι ο Κουφοντίνας: Ένας απολύτως κανονικός και, παράλληλα, εντελώς διαφορετικός άνθρωπος».
Για του λόγου το αληθές, μια χαρακτηριστική σκηνή από την πλούσια «αστυνομική» δράση που ξετυλίγεται παράλληλα με το πολιτικό στοιχείο: «Οι αστυνομικοί από τη μεριά της Ρόδου πήγαν να ξεμυτίσουν. Τους φώναξα: “Ρίχνω κι άλλη χειροβομβίδα”. Ξαναλούφαξαν. Πρώτος αυτός με το αυτόματο (…) Ακούσαμε σειρήνα πίσω μας. Είπα να πετάξουν χειροβομβίδες. Δεν μας κυνηγούσαν, μετέφεραν τους τραυματίες τους. Όταν άκουσαν τις εκρήξεις, εξαφανίστηκαν με ιλιγγιώδη ταχύτητα».
Προς το τέλος του βιβλίου, δίνεται το μήνυμα ότι «η ταξική πάλη και ο κοινωνικός ανταγωνισμός δεν σταματούν. Η έκβασή τους, βέβαια, δεν είναι καθορισμένη από κάποια νομοτέλεια». Το ενδεχόμενο «της επανάστασης και της αταξικής κοινωνίας» θεωρεί πως «εξαρτάται από την ελπίδα μιας ζωής που μας αξίζει, από τη συνειδητή οργάνωση και την προετοιμασία για το πέρασμα σε αυτή τη ζωή από σήμερα, από την απελευθερωτική συνάντηση του όπλου της κριτικής με την κριτική των όπλων…».
Δεν χρειάζεται να ταυτίζεται κάποιος με τις απόψεις του συγγραφέα, για να αντιληφθεί ότι το βιβλίο «Γεννήθηκα 17 Νοέμβρη» συμβάλλει στη διερεύνηση μιας κρίσιμης φάσης της ιστορικής και πολιτικής εξέλιξης της Ελλάδας, ενταγμένης, όπως είναι φυσικό, στο παγκόσμιο γίγνεσθαι, και, ως εκ τούτου, εγείρει ενδιαφέρον ειδικό, πέρα από αυτό ενός απλού αναγνώσματος.
Σε αυτό το βιβλίο, όπως λέει ο Δημήτρης Κουφοντίνας, δίνει, «δίχως να απαρνηθεί την προσωπική του ιστορία», έναν πρώτο απολογισμό της πορείας του, μετά από «σαράντα χρόνια στο κίνημα (τέσσερα στο μαζικό, τέσσερα στο πολύμορφο, είκοσι στη 17 Ν, δώδεκα πολιτικός κρατούμενος)» και, μαζί, «μια συμβολή στην ιστορία του μεταπολιτευτικού κινήματος της ένοπλης κριτικής».
«Χαιρετισμό» στον Δ. Κουφοντίνα («Δημήτρη, σύντροφε», τον προσφωνεί) απευθύνει ο Χορχέ Σαμπάλσα: «Από την εδώ όχθη του ωκεανού και από την ίδια ταξική θέση έρχεται ο αδελφικός μου χαιρετισμός, στο όνομα των Τουπαμάρος (σσ: αντάρτες της Ουρουγουάης) που πάντα αμετανόητοι συνεχίζουν τον αγώνα τους για την επανάσταση και τον σοσιαλισμό».
Αντίθετα με ό,τι ίσως να αναμένει κάποιος, ο Κουφοντίνας δεν επικεντρώνεται στη «φυλακή» και στους λόγους που τον οδήγησαν σε αυτή. Γράφει «σαν να είναι έξω», δρον πολιτικό υποκείμενο. Επιπλέον, ο συγγραφέας είναι ειλικρινής: «Αυτονόητα, δεν μπορεί να ειπωθεί σήμερα όλη η αλήθεια-θα έρθει η ώρα να ειπωθεί ολόκληρη, να δοθεί όνομα στα πάντα. Όσα ειπωθούν σήμερα, όμως, πρέπει να είναι όλα αλήθεια».
Στο βιβλίο, ο Κουφοντίνας αναφέρεται εκτενώς σε πολλές από τις σύγχρονες πολιτικές εξελίξεις, μεταξύ αυτών και στο ενδεχόμενο μιας κυβέρνησης της Αριστεράς. Σχολιάζει ότι η κοινοβουλευτική Αριστερά «κάνει σαν να μην καταλαβαίνει ότι η επιλογή της είναι ή να δώσει με το κίνημα τη σύγκρουση ή να εξευτελιστεί σε διαχειριστή της “καμένης γης”».
Όπως σημειώνει στον πρόλογό του ο Νίκος Γιαννόπουλος, που έχει την επιμέλεια της έκδοσης, «πρόκειται για ένα, μοναδικό, μάλλον, βιβλίο “ένα σε δύο”, στο οποίο το πολιτικό στοιχείο συνυπάρχει με την “αστυνομική περιπέτεια” και η ιδεολογική αναζήτηση με τη βιωματική-υπαρξιακή διάσταση». Και διευκρινίζει: «Γιατί έτσι ακριβώς είναι ο Κουφοντίνας: Ένας απολύτως κανονικός και, παράλληλα, εντελώς διαφορετικός άνθρωπος».
Για του λόγου το αληθές, μια χαρακτηριστική σκηνή από την πλούσια «αστυνομική» δράση που ξετυλίγεται παράλληλα με το πολιτικό στοιχείο: «Οι αστυνομικοί από τη μεριά της Ρόδου πήγαν να ξεμυτίσουν. Τους φώναξα: “Ρίχνω κι άλλη χειροβομβίδα”. Ξαναλούφαξαν. Πρώτος αυτός με το αυτόματο (…) Ακούσαμε σειρήνα πίσω μας. Είπα να πετάξουν χειροβομβίδες. Δεν μας κυνηγούσαν, μετέφεραν τους τραυματίες τους. Όταν άκουσαν τις εκρήξεις, εξαφανίστηκαν με ιλιγγιώδη ταχύτητα».
Προς το τέλος του βιβλίου, δίνεται το μήνυμα ότι «η ταξική πάλη και ο κοινωνικός ανταγωνισμός δεν σταματούν. Η έκβασή τους, βέβαια, δεν είναι καθορισμένη από κάποια νομοτέλεια». Το ενδεχόμενο «της επανάστασης και της αταξικής κοινωνίας» θεωρεί πως «εξαρτάται από την ελπίδα μιας ζωής που μας αξίζει, από τη συνειδητή οργάνωση και την προετοιμασία για το πέρασμα σε αυτή τη ζωή από σήμερα, από την απελευθερωτική συνάντηση του όπλου της κριτικής με την κριτική των όπλων…».
Δεν χρειάζεται να ταυτίζεται κάποιος με τις απόψεις του συγγραφέα, για να αντιληφθεί ότι το βιβλίο «Γεννήθηκα 17 Νοέμβρη» συμβάλλει στη διερεύνηση μιας κρίσιμης φάσης της ιστορικής και πολιτικής εξέλιξης της Ελλάδας, ενταγμένης, όπως είναι φυσικό, στο παγκόσμιο γίγνεσθαι, και, ως εκ τούτου, εγείρει ενδιαφέρον ειδικό, πέρα από αυτό ενός απλού αναγνώσματος.
Το βιβλίο μπορείτε να το βρείτε εδώ
Πηγή: crashonline
Ενημερωθείτε για ότι συμβαίνει με ένα στη σελίδα μας.
Το Διυλιστήριο ουδεμία ευθύνη εκ του νόμου φέρει σχετικά με τα άρθρα που δημοσιεύονται τα οποία απηχούν τις απόψεις των συντακτών τους.
Αφήστε το μήνυμά σας
Δημοσίευση σχολίου