Είναι το μεγαλύτερο ίδρυμα αρωγής βρεφών και νηπίων στα Βαλκάνια, ενώ κατατάσσεται μέσα στα δέκα πιο σημαντικά της Ευρώπης. Είναι ακόμη ένα από τα παλαιότερα ιδρύματα της Ελλάδας, αφού λειτουργεί αδιάλειπτα από το 1859 με αντικείμενο την περίθαλψη βρεφών και νηπίων, αλλά και την προστασία της μητέρας - κυρίως σε περιόδους βαθιάς κρίσης, όπως αυτή που βιώνουμε. Η ανάπτυξη του δημόσιου συστήματος υγείας (ΕΣΥ) κατά τη δεκαετία του 1980, το οδήγησε σε μαρασμό, αφού «μετέφερε» μια σειρά από λειτουργίες σε νοσοκομεία και άλλες υπηρεσίες πρόνοιας. Για παράδειγμα, το κέντρο βρεφών «Μητέρα» πήρε τη σκυτάλη στη φιλοξενία και φροντίδα των ορφανών.
Ομως, οι κοινωνικές αναταράξεις το έφεραν ξανά στο προσκήνιο και πλέον αναβιώνει ως ένας από τους σημαντικότερους αρωγούς (αν όχι ο σημαντικότερος) των πιο αδύναμων θυμάτων της κρίσης, των παιδιών. Ο λόγος για το Δημοτικό Βρεφοκομείο Αθηνών, το οποίο έχει την ευθύνη για τη λειτουργία 77 παιδικών σταθμών σε περιοχές της πρωτεύουσας αλλά και την καθημερινή σίτιση 5.000 παιδιών περίπου, καθώς ακόμη και αστέγων, μεριμνά για το κέντρο κακοποιημένων γυναικών της Αθήνας κ.ά. «Περί τα 2.500 παιδιά που βρίσκονται στους σταθμούς του Δήμου έχουν ένα ή και δύο άνεργους γονείς – έρχονται από οικογένειες δηλαδή που βρίσκονται κάτω από το όριο της φτώχειας και δεν μπορούν να σιτίσουν ικανοποιητικά τα παιδιά τους» εξηγεί στην «Κ» η κ. Καλλιόπη Γιαννοπούλου, διευθύντρια του Βρεφοκομείου.
Το 1859 το Βρεφοκομείο Αθηνών ήταν το ίδρυμα της Αθήνας για τα ορφανά, μια λειτουργία που ανεστάλη εδώ και δύο δεκαετίες περίπου. Από τότε, έχουν μείνει 17 τρόφιμοι σε σπίτια ή ανάδοχες οικογένειες, και άνθρωποι με προβλήματα υγείας ή νοητικής στέρησης που βρίσκονται ακόμα υπό την προστασία του ιδρύματος. Παλαιότερα, το Βρεφοκομείο επόπτευε ένα μικρό συμπληρωματικό δίκτυο παιδικών σταθμών, το οποίο αξιοποιούνταν κατά κύριο λόγο από μετανάστες. Μετά το πέρασμα των παιδικών σταθμών από την κεντρική διοίκηση στους Δήμους το 2001, η παρουσία των παιδιών με καταγωγή από τρίτες χώρες μειώθηκε κατά πολύ (μόλις 700), ενώ αντιθέτως αυξήθηκε το ποσοστό των παιδιών από οικογένειες που βρίσκονται κάτω από το όριο της φτώχειας. Πέρυσι το Βρεφοκομείο σίτισε επιπλέον 1.300 παιδιά σε σχολεία της Αθήνας που αντιμετώπιζαν οικονομικά προβλήματα.
Φέτος όμως, δεν μπόρεσε να κάνει το ίδιο εξαιτίας της αλλαγής του συστήματος δημόσιων προμηθειών, το οποίο επιβάλλει τη διεξαγωγή διεθνούς διαγωνισμού, ο οποίος με τη σειρά του δρομολογεί μια μακρά διαδικασία ενστάσεων, έως ότου ολοκληρωθεί. Είναι χαρακτηριστικό πως το επισιτιστικό πρόγραμμα που ξεκίνησε πέρυσι, βρίσκεται ακόμη προς έγκριση στο Ελεγκτικό Συνέδριο, προκειμένου να βεβαιωθεί η νομιμότητα της διαδικασίας, στερώντας όμως από τα παιδιά τη βοήθεια που χρειάζονται. Το χειρότερο είναι πως ουδείς άλλος δημόσιος φορέας ανέλαβε τη σίτισή τους, -παρά τις περί του αντιθέτου διαβεβαιώσεις...- εκτός από το ίδρυμα «Σταύρος Νιάρχος», το οποίο προμηθεύει με πρωινό τα σχολεία της Αθήνας, όπου υπάρχουν μαθητές με ανάγκη σίτισης.
«Τα χρήματα είναι πολλά και όπως καταλαβαίνετε ελκύουν οργανωμένους φορείς, οι οποίοι παρακωλύουν τη διαδικασία» υποστηρίζει η κ. Γιαννοπούλου. Ο Δήμος είχε προκηρύξει σχετικό πρόγραμμα 12 εκατομμυρίων για τη φετινή χρονιά, αλλά οι υπεύθυνοι του Βρεφοκομείου εκτιμούσαν (σ.σ.: έως την ώρα που γράφονταν αυτές οι γραμμές) ότι ο διαγωνισμός δεν θα ολοκληρωνόταν εμπρόθεσμα.
Ενα ακόμα από τα σημαντικά προβλήματα του βρεφοκομείου είναι η «αστάθεια» της χρηματοδότησής του. «Οι εργαζόμενοι των βρεφονηπιακών σταθμών πληρώνονται από προγράμματα ΕΣΠΑ, κάποτε με δίμηνες και άλλοτε με εξάμηνες συμβάσεις, γεγονός που δημιουργεί πρόβλημα στη λειτουργία τους. Τα παιδιά σε αυτές τις ηλικίες δένονται με τους παιδαγωγούς και έτσι δεν είναι καλό να αλλάζουν τα πρόσωπα κάθε δυο μήνες» σημειώνει στην «Κ» η κ. Στέλλα Πρωτονοταρίου, μέλος του Δ.Σ. του Βρεφοκομείου.
Μια «ειρωνεία» της Ιστορίας; Οπως το 1859 το Βρεφοκομείο στηρίχθηκε σ’ ένα μείγμα κρατικής επιχορήγησης και δωρεών των Αθηναίων, οι οποίοι έσπευσαν να το στηρίξουν, έτσι και σήμερα, ένα σημαντικό μέρος των πόρων του προέρχεται από προγράμματα εταιρικής κοινωνικής ευθύνης και δωρεές, ενώ συνδέεται μ’ ένα δίκτυο κοινωνικών υπηρεσιών, οι οποίες ως επί το πλείστον εποπτεύονται από Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις.
Ο κ. Χ.Γ. είναι πατέρας τεσσάρων παιδιών του δημοτικού. Ιδιοκτήτης τριών καφενείων, τα οποία έκλεισαν σταδιακά και τον άφησαν με χρέη, αδυνατεί να ανταποκριθεί στις βιοποριστικές ανάγκες των παιδιών.
«Ηρθαν σε εμάς, προκειμένου να ζητήσουν βοήθεια, όπως τρόφιμα και ρούχα, αλλά ξεκινήσαμε ένα πρόγραμμα, το οποίο περιλαμβάνει ψυχοκοινωνική στήριξη της οικογένειας, δραστηριότητες για τα παιδιά, μαθήματα κ.ά.» λέει στην «Κ» ο κ. Γιώργος Αλεβιζόπουλος, κοινωνικός λειτουργός του πολυδύναμου κέντρου των παιδικών χωριών SOS που λειτουργεί στην πλατεία Κυψέλης, εξυπηρετώντας τα επτά διαμερίσματα του Δ. Αθηναίων, τα σχολεία και τους παιδικούς σταθμούς της περιοχής. Το κέντρο έχει εντάξει σε προγράμματα 200 οικογένειες, ενώ από το 2009 έχει υποστηρίξει 500 οικογένειες με προγράμματα διάρκειας έξι μηνών ή ενός χρόνου και 1.000 σε όλη την Ελλάδα. Οι λειτουργοί του παιδικού χωριού SOS συνεργάζονται και με το Βρεφοκομείο και για τη διεξαγωγή εργαστηρίων μουσικοθεραπείας, ψυχοκοινωνικής ενδυνάμωσης και γλωσσικής ανάπτυξης παιδιών, όταν αυτό είναι απαραίτητο.
Τα στοιχεία του Εθνικού Κέντρου Κοινωνικών Ερευνών είναι αποκαλυπτικά. Με βάση το σχέδιο «Ευρώπη 2020», ο στρατηγικός στόχος της Ελλάδας το 2008 ήταν να μειώσει την παιδική φτώχεια από το 23% στο 18% ώς το 2020, και αυτό σήμαινε κατά 100.000 παιδιά από τα 475.000 που «εντάσσονταν» στον δείκτη. Αντ’ αυτού το ποσοστό κινδύνου παιδικής φτώχειας ανέρχεται σήμερα σε 25,5%, κατατάσσοντας τη χώρα μας πέμπτη μεταξύ των χωρών της Ε.Ε. Μάλιστα, βάσει στοιχείων της ΕΛΣΤΑΤ (Ελληνική Στατιστική Αρχή) ο δείκτης «κάμπτεται» το 2014 συγκριτικά με το 2013 (ήταν 28,8% - δεύτερη θέση στην Ε.Ε. μετά τη Ρουμανία), σαν να εμφανίζει βελτίωση, όμως ο μόνος λόγος γι’ αυτό είναι η περαιτέρω πτώση του ορίου της φτώχειας.
Σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ, το ατομικό όριο φτώχειας το 2010 ήταν 7.178 ευρώ, ενώ το 2014 έπεσε στα 4.608 ευρώ. Μια οικογένεια με δύο παιδιά το 2008 θεωρούνταν φτωχή με 13.608 ευρώ εισοδήματος ετησίως, ή 1.100 ευρώ περίπου μηνιαίως. Σήμερα, το όριο έχει πέσει στα 9.677 ευρώ ετησίως, ή 806 ευρώ μηνιαίως. Στο όριο της φτώχειας «επιπέδου» 2008 ζει σήμερα το 52,3% των παιδιών μέχρι 18 ετών. Αν η μέση αύξηση του πληθωρισμού από το 2008 έως σήμερα είναι μόλις 1,8% τότε, σύμφωνα με τους ερευνητές του ΕΚΚΕ, αυτό που συνέβη στην Ελλάδα ήταν διεύρυνση και ένταση της ήδη υπάρχουσας φτώχειας. Η φτώχεια υπολογιζόμενη με βάση το κατώφλι του 2008 αποτελεί ένδειξη εάν το επίπεδο διαβίωσης για τα νοικοκυριά χαμηλού εισοδήματος παρουσιάζει διαχρονικά βελτίωση.
«Ο κίνδυνος φτώχειας, καταγράφεται υψηλότερος μεταξύ των παιδιών 12-17 ετών και χαμηλότερος για παιδιά ηλικίας έως έξι ετών ή παιδιά 7-11 ετών. Παρά ταύτα, σε όλες τις περιπτώσεις ο κίνδυνος της παιδικής φτώχειας καταγράφεται υψηλότερος από ό,τι για το σύνολο του κινδύνου της φτώχειας στη χώρα (23,1% το 2012 και το 2013 και 22,1% το 2014) λέει στην «Κ» ο κ. Δ. Μπαλούρδος, διευθυντής ερευνών του ΕΚΚΕ.
Βάσει στοιχείων της ΕΛΣΤΑΤ, το 2014 το 21,4% των παιδιών ηλικίας 0-6 αντιμετώπιζε τον κίνδυνο της φτώχειας, ποσοστό που ανεβαίνει στο 26,7% για παιδιά ηλικίας 6-11 και στο 28,6% για εφήβους 12-17 ετών.
Ενα στα πέντε παιδιά έως 6 ετών σε κίνδυνο φτώχειας αντιμετωπίζει σοβαρή υλική στέρηση. Ομάδα υψηλού κινδύνου είναι οι μονογονεϊκές οικογένειες, για τις οποίες ο κίνδυνος φτώχειας από 27,1% το 2008 ανεβαίνει στο 37,2% το 2013, για να υποχωρήσει στο 27,8% το 2014. Για τις πλέον τυπικές οικογένειες στην Ελλάδα, δύο ενηλίκων με δύο παιδιά, ο κίνδυνος φτώχειας από 21,9% που ήταν το 2008, είναι 22% το 2014. Ενα νέο ανησυχητικό στοιχείο είναι η διαφαινόμενη αύξηση της αστικής φτώχειας (19,15% το 2014).
Η μελέτη του ΕΚΚΕ θεωρεί σημαντικούς τέσσερις παράγοντες για τα νοικοκυριά με παιδιά: το γενικό οικονομικό κλίμα, το μέγεθος και τη σύνθεση του νοικοκυριού, τη θέση των γονέων στην αγορά εργασίας και τις δυνατότητες του κοινωνικού κράτους να προστατεύσει οικογένειες σε κίνδυνο φτώχειας. Συγκεκριμένα, άνεργοι γονείς ή εργαζόμενοι φτωχοί, εκθέτουν τα παιδιά στον κίνδυνο της στέρησης, ενώ αντίθετα γονείς με υψηλή εκπαίδευση και «διπλή» σταδιοδρομία προστατεύουν περισσότερο τα παιδιά. «Το κοινωνικό κράτος στην Ελλάδα είναι συνυφασμένο με προβλήματα και τα ευάλωτα μέλη προστατεύονται από την οικογένεια και τα άτυπα δίκτυα, τα οποία όμως περνούν τη δική τους κρίση μέσα στην κρίση» λέει ο κ. Μπαλούρδος.
Το ΕΚΚΕ προτείνει στοχευμένες πολιτικές αντιμετώπισης της παιδικής φτώχειας με επιδόματα που απευθύνονται ειδικά στα παιδιά και όχι στους γονείς. «Η παροχή οικονομικά προσιτής φροντίδας παιδιών μπορεί να διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στη βελτίωση της εγκατάστασης των οικογενειών τους» αναφέρει ο ίδιος, καταλήγοντας: «Οι ΜΚΟ οι οποίες λειτουργούν πραγματικά για το καλό του κοινωνικού συνόλου μπορούν να διευρύνουν το έργο που παράγουν και η τοπική αυτοδιοίκηση μπορεί, επίσης, να παίξει πιο ενεργό ρόλο, αφού είναι πιο κοντά στις τοπικές κοινωνίες. Ο λόγος για τον οποίο απαιτούνται στοχευμένες πολιτικές δεν είναι μόνο η απουσία πόρων, αλλά και η αναποτελεσματικότητα της διάθεσης των ήδη υπαρχόντων».
Ομως, οι κοινωνικές αναταράξεις το έφεραν ξανά στο προσκήνιο και πλέον αναβιώνει ως ένας από τους σημαντικότερους αρωγούς (αν όχι ο σημαντικότερος) των πιο αδύναμων θυμάτων της κρίσης, των παιδιών. Ο λόγος για το Δημοτικό Βρεφοκομείο Αθηνών, το οποίο έχει την ευθύνη για τη λειτουργία 77 παιδικών σταθμών σε περιοχές της πρωτεύουσας αλλά και την καθημερινή σίτιση 5.000 παιδιών περίπου, καθώς ακόμη και αστέγων, μεριμνά για το κέντρο κακοποιημένων γυναικών της Αθήνας κ.ά. «Περί τα 2.500 παιδιά που βρίσκονται στους σταθμούς του Δήμου έχουν ένα ή και δύο άνεργους γονείς – έρχονται από οικογένειες δηλαδή που βρίσκονται κάτω από το όριο της φτώχειας και δεν μπορούν να σιτίσουν ικανοποιητικά τα παιδιά τους» εξηγεί στην «Κ» η κ. Καλλιόπη Γιαννοπούλου, διευθύντρια του Βρεφοκομείου.
Το 1859 το Βρεφοκομείο Αθηνών ήταν το ίδρυμα της Αθήνας για τα ορφανά, μια λειτουργία που ανεστάλη εδώ και δύο δεκαετίες περίπου. Από τότε, έχουν μείνει 17 τρόφιμοι σε σπίτια ή ανάδοχες οικογένειες, και άνθρωποι με προβλήματα υγείας ή νοητικής στέρησης που βρίσκονται ακόμα υπό την προστασία του ιδρύματος. Παλαιότερα, το Βρεφοκομείο επόπτευε ένα μικρό συμπληρωματικό δίκτυο παιδικών σταθμών, το οποίο αξιοποιούνταν κατά κύριο λόγο από μετανάστες. Μετά το πέρασμα των παιδικών σταθμών από την κεντρική διοίκηση στους Δήμους το 2001, η παρουσία των παιδιών με καταγωγή από τρίτες χώρες μειώθηκε κατά πολύ (μόλις 700), ενώ αντιθέτως αυξήθηκε το ποσοστό των παιδιών από οικογένειες που βρίσκονται κάτω από το όριο της φτώχειας. Πέρυσι το Βρεφοκομείο σίτισε επιπλέον 1.300 παιδιά σε σχολεία της Αθήνας που αντιμετώπιζαν οικονομικά προβλήματα.
Φέτος όμως, δεν μπόρεσε να κάνει το ίδιο εξαιτίας της αλλαγής του συστήματος δημόσιων προμηθειών, το οποίο επιβάλλει τη διεξαγωγή διεθνούς διαγωνισμού, ο οποίος με τη σειρά του δρομολογεί μια μακρά διαδικασία ενστάσεων, έως ότου ολοκληρωθεί. Είναι χαρακτηριστικό πως το επισιτιστικό πρόγραμμα που ξεκίνησε πέρυσι, βρίσκεται ακόμη προς έγκριση στο Ελεγκτικό Συνέδριο, προκειμένου να βεβαιωθεί η νομιμότητα της διαδικασίας, στερώντας όμως από τα παιδιά τη βοήθεια που χρειάζονται. Το χειρότερο είναι πως ουδείς άλλος δημόσιος φορέας ανέλαβε τη σίτισή τους, -παρά τις περί του αντιθέτου διαβεβαιώσεις...- εκτός από το ίδρυμα «Σταύρος Νιάρχος», το οποίο προμηθεύει με πρωινό τα σχολεία της Αθήνας, όπου υπάρχουν μαθητές με ανάγκη σίτισης.
«Τα χρήματα είναι πολλά και όπως καταλαβαίνετε ελκύουν οργανωμένους φορείς, οι οποίοι παρακωλύουν τη διαδικασία» υποστηρίζει η κ. Γιαννοπούλου. Ο Δήμος είχε προκηρύξει σχετικό πρόγραμμα 12 εκατομμυρίων για τη φετινή χρονιά, αλλά οι υπεύθυνοι του Βρεφοκομείου εκτιμούσαν (σ.σ.: έως την ώρα που γράφονταν αυτές οι γραμμές) ότι ο διαγωνισμός δεν θα ολοκληρωνόταν εμπρόθεσμα.
Χρήματα από το ΕΣΠΑ
Ενα ακόμα από τα σημαντικά προβλήματα του βρεφοκομείου είναι η «αστάθεια» της χρηματοδότησής του. «Οι εργαζόμενοι των βρεφονηπιακών σταθμών πληρώνονται από προγράμματα ΕΣΠΑ, κάποτε με δίμηνες και άλλοτε με εξάμηνες συμβάσεις, γεγονός που δημιουργεί πρόβλημα στη λειτουργία τους. Τα παιδιά σε αυτές τις ηλικίες δένονται με τους παιδαγωγούς και έτσι δεν είναι καλό να αλλάζουν τα πρόσωπα κάθε δυο μήνες» σημειώνει στην «Κ» η κ. Στέλλα Πρωτονοταρίου, μέλος του Δ.Σ. του Βρεφοκομείου.
Μια «ειρωνεία» της Ιστορίας; Οπως το 1859 το Βρεφοκομείο στηρίχθηκε σ’ ένα μείγμα κρατικής επιχορήγησης και δωρεών των Αθηναίων, οι οποίοι έσπευσαν να το στηρίξουν, έτσι και σήμερα, ένα σημαντικό μέρος των πόρων του προέρχεται από προγράμματα εταιρικής κοινωνικής ευθύνης και δωρεές, ενώ συνδέεται μ’ ένα δίκτυο κοινωνικών υπηρεσιών, οι οποίες ως επί το πλείστον εποπτεύονται από Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις.
Κοινωνική στήριξη
Ο κ. Χ.Γ. είναι πατέρας τεσσάρων παιδιών του δημοτικού. Ιδιοκτήτης τριών καφενείων, τα οποία έκλεισαν σταδιακά και τον άφησαν με χρέη, αδυνατεί να ανταποκριθεί στις βιοποριστικές ανάγκες των παιδιών.
«Ηρθαν σε εμάς, προκειμένου να ζητήσουν βοήθεια, όπως τρόφιμα και ρούχα, αλλά ξεκινήσαμε ένα πρόγραμμα, το οποίο περιλαμβάνει ψυχοκοινωνική στήριξη της οικογένειας, δραστηριότητες για τα παιδιά, μαθήματα κ.ά.» λέει στην «Κ» ο κ. Γιώργος Αλεβιζόπουλος, κοινωνικός λειτουργός του πολυδύναμου κέντρου των παιδικών χωριών SOS που λειτουργεί στην πλατεία Κυψέλης, εξυπηρετώντας τα επτά διαμερίσματα του Δ. Αθηναίων, τα σχολεία και τους παιδικούς σταθμούς της περιοχής. Το κέντρο έχει εντάξει σε προγράμματα 200 οικογένειες, ενώ από το 2009 έχει υποστηρίξει 500 οικογένειες με προγράμματα διάρκειας έξι μηνών ή ενός χρόνου και 1.000 σε όλη την Ελλάδα. Οι λειτουργοί του παιδικού χωριού SOS συνεργάζονται και με το Βρεφοκομείο και για τη διεξαγωγή εργαστηρίων μουσικοθεραπείας, ψυχοκοινωνικής ενδυνάμωσης και γλωσσικής ανάπτυξης παιδιών, όταν αυτό είναι απαραίτητο.
Υψηλός κίνδυνος φτώχειας για εφήβους
Τα στοιχεία του Εθνικού Κέντρου Κοινωνικών Ερευνών είναι αποκαλυπτικά. Με βάση το σχέδιο «Ευρώπη 2020», ο στρατηγικός στόχος της Ελλάδας το 2008 ήταν να μειώσει την παιδική φτώχεια από το 23% στο 18% ώς το 2020, και αυτό σήμαινε κατά 100.000 παιδιά από τα 475.000 που «εντάσσονταν» στον δείκτη. Αντ’ αυτού το ποσοστό κινδύνου παιδικής φτώχειας ανέρχεται σήμερα σε 25,5%, κατατάσσοντας τη χώρα μας πέμπτη μεταξύ των χωρών της Ε.Ε. Μάλιστα, βάσει στοιχείων της ΕΛΣΤΑΤ (Ελληνική Στατιστική Αρχή) ο δείκτης «κάμπτεται» το 2014 συγκριτικά με το 2013 (ήταν 28,8% - δεύτερη θέση στην Ε.Ε. μετά τη Ρουμανία), σαν να εμφανίζει βελτίωση, όμως ο μόνος λόγος γι’ αυτό είναι η περαιτέρω πτώση του ορίου της φτώχειας.
Σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ, το ατομικό όριο φτώχειας το 2010 ήταν 7.178 ευρώ, ενώ το 2014 έπεσε στα 4.608 ευρώ. Μια οικογένεια με δύο παιδιά το 2008 θεωρούνταν φτωχή με 13.608 ευρώ εισοδήματος ετησίως, ή 1.100 ευρώ περίπου μηνιαίως. Σήμερα, το όριο έχει πέσει στα 9.677 ευρώ ετησίως, ή 806 ευρώ μηνιαίως. Στο όριο της φτώχειας «επιπέδου» 2008 ζει σήμερα το 52,3% των παιδιών μέχρι 18 ετών. Αν η μέση αύξηση του πληθωρισμού από το 2008 έως σήμερα είναι μόλις 1,8% τότε, σύμφωνα με τους ερευνητές του ΕΚΚΕ, αυτό που συνέβη στην Ελλάδα ήταν διεύρυνση και ένταση της ήδη υπάρχουσας φτώχειας. Η φτώχεια υπολογιζόμενη με βάση το κατώφλι του 2008 αποτελεί ένδειξη εάν το επίπεδο διαβίωσης για τα νοικοκυριά χαμηλού εισοδήματος παρουσιάζει διαχρονικά βελτίωση.
«Ο κίνδυνος φτώχειας, καταγράφεται υψηλότερος μεταξύ των παιδιών 12-17 ετών και χαμηλότερος για παιδιά ηλικίας έως έξι ετών ή παιδιά 7-11 ετών. Παρά ταύτα, σε όλες τις περιπτώσεις ο κίνδυνος της παιδικής φτώχειας καταγράφεται υψηλότερος από ό,τι για το σύνολο του κινδύνου της φτώχειας στη χώρα (23,1% το 2012 και το 2013 και 22,1% το 2014) λέει στην «Κ» ο κ. Δ. Μπαλούρδος, διευθυντής ερευνών του ΕΚΚΕ.
Βάσει στοιχείων της ΕΛΣΤΑΤ, το 2014 το 21,4% των παιδιών ηλικίας 0-6 αντιμετώπιζε τον κίνδυνο της φτώχειας, ποσοστό που ανεβαίνει στο 26,7% για παιδιά ηλικίας 6-11 και στο 28,6% για εφήβους 12-17 ετών.
Ενα στα πέντε παιδιά έως 6 ετών σε κίνδυνο φτώχειας αντιμετωπίζει σοβαρή υλική στέρηση. Ομάδα υψηλού κινδύνου είναι οι μονογονεϊκές οικογένειες, για τις οποίες ο κίνδυνος φτώχειας από 27,1% το 2008 ανεβαίνει στο 37,2% το 2013, για να υποχωρήσει στο 27,8% το 2014. Για τις πλέον τυπικές οικογένειες στην Ελλάδα, δύο ενηλίκων με δύο παιδιά, ο κίνδυνος φτώχειας από 21,9% που ήταν το 2008, είναι 22% το 2014. Ενα νέο ανησυχητικό στοιχείο είναι η διαφαινόμενη αύξηση της αστικής φτώχειας (19,15% το 2014).
«Πηγές» του προβλήματος
Η μελέτη του ΕΚΚΕ θεωρεί σημαντικούς τέσσερις παράγοντες για τα νοικοκυριά με παιδιά: το γενικό οικονομικό κλίμα, το μέγεθος και τη σύνθεση του νοικοκυριού, τη θέση των γονέων στην αγορά εργασίας και τις δυνατότητες του κοινωνικού κράτους να προστατεύσει οικογένειες σε κίνδυνο φτώχειας. Συγκεκριμένα, άνεργοι γονείς ή εργαζόμενοι φτωχοί, εκθέτουν τα παιδιά στον κίνδυνο της στέρησης, ενώ αντίθετα γονείς με υψηλή εκπαίδευση και «διπλή» σταδιοδρομία προστατεύουν περισσότερο τα παιδιά. «Το κοινωνικό κράτος στην Ελλάδα είναι συνυφασμένο με προβλήματα και τα ευάλωτα μέλη προστατεύονται από την οικογένεια και τα άτυπα δίκτυα, τα οποία όμως περνούν τη δική τους κρίση μέσα στην κρίση» λέει ο κ. Μπαλούρδος.
Το ΕΚΚΕ προτείνει στοχευμένες πολιτικές αντιμετώπισης της παιδικής φτώχειας με επιδόματα που απευθύνονται ειδικά στα παιδιά και όχι στους γονείς. «Η παροχή οικονομικά προσιτής φροντίδας παιδιών μπορεί να διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στη βελτίωση της εγκατάστασης των οικογενειών τους» αναφέρει ο ίδιος, καταλήγοντας: «Οι ΜΚΟ οι οποίες λειτουργούν πραγματικά για το καλό του κοινωνικού συνόλου μπορούν να διευρύνουν το έργο που παράγουν και η τοπική αυτοδιοίκηση μπορεί, επίσης, να παίξει πιο ενεργό ρόλο, αφού είναι πιο κοντά στις τοπικές κοινωνίες. Ο λόγος για τον οποίο απαιτούνται στοχευμένες πολιτικές δεν είναι μόνο η απουσία πόρων, αλλά και η αναποτελεσματικότητα της διάθεσης των ήδη υπαρχόντων».
http://diulistirio.blogspot.gr/
Ενημερωθείτε για ότι συμβαίνει με ένα στη σελίδα μας.
Το Διυλιστήριο ουδεμία ευθύνη εκ του νόμου φέρει σχετικά με τα άρθρα που δημοσιεύονται τα οποία απηχούν τις απόψεις των συντακτών τους.
Αφήστε το μήνυμά σας
Δημοσίευση σχολίου