ΟΜΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΒΡΩΜΙΚΟΥ ΣΧΕΔΙΟΥ ΠΑΠΑΝΔΡΕΟΥ ΑΠΟ ΤΟ ΙΔΙΟ ΤΟ ΔΝΤ!
ΜΥΔΡΟΙ ΚΑΙ ΚΑΤΑ ΤΗΣ ΣΥΜΦΩΝΙΑΣ ΜΕ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗ ΣΑΜΑΡΑ
Η ΜΕΓΑΛΗ ΔΙΚΑΙΩΣΗ ΤΟΥ ΟΛΥΜΠΙΑ 7 ΧΡΟΝΙΑ ΜΕΤΑ: Είμαστε οι πρώτοι που από το 2009 αποκαλύψαμε το βρώμικο σχέδιο Παπανδρέου, όταν ακόμα έλεγε «λεφτά υπάρχουν» και άπαντες κοιμόντουσαν τον ύπνο του δικαίου.
Τώρα το ίδιο το ΔΝΤ αποκαλύπτει τον βρώμικο ρόλο του και ανοίγει τον δρόμο για δικαστική διερεύνηση – έξοδο του ταμείου από το πρόγραμμα.
Δριμύτατη κριτική στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο για τους χειρισμούς του στο πρώτο πρόγραμμα στήριξης της Ελλάδας ασκεί νέα εσωτερική έκθεση του οργανισμού πάνω στις πολιτικές του στην ευρωζώνη την περίοδο 2010-11, αναζωπυρώνοντας τη συζήτηση γύρω από την ελάφρυνση του δημόσιου χρέους και το μείγμα πολιτικών που χρειάζεται η χώρα μας, λίγους μήνες πριν την έναρξη της επόμενης αξιολόγησης.
Στην πολυσέλιδη έκθεσή του, το ανεξάρτητο Γραφείο Εσωτερικής Αξιολόγησης του ΔΝΤ επισημαίνει ότι ο οργανισμός δέχτηκε να συμμετάσχει στο πρώτο Μνημόνιο παρά το γεγονός ότι ήδη από το 2010 η βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους δεν θεωρούνταν αρκετά πιθανή, και μάλιστα το έπραξε χωρίς να συζητήσει ανοιχτά και με διαφάνεια εναλλακτικές λύσεις που θα έθεταν μία αναδιάρθρωση ως προαπαιτούμενο.
Όπως φανερώνει η μελέτη, τα στελέχη του Ταμείου ήταν εξ αρχής διαιρεμένα όσον αφορά την ανάγκη για άμεση ελάφρυνση του ελληνικού χρέους, κάτι που φανερώνει ότι στο εσωτερικό του θεσμού το θέμα προκαλούσε ανησυχίες προτού καν το Ταμείο μπει στη μάχη της ευρω-κρίσης.
Παράλληλα, το Γραφείο Εσωτερικής Αξιολόγησης τονίζει ότι το 2010 το ΔΝΤ τροποποίησε τους κανόνες του ακριβώς ώστε να επιτρέψει την έκτακτη χρηματοδότηση της χώρας μας, παρά το υψηλό χρέος και με περισσότερα χρήματα από ό,τι κανονικά της αναλογούσαν, χωρίς όμως να υπάρξει ενδελεχής εξέταση των πιθανών συνεπειών από το Διοικητικό Συμβούλιο, όπως κανονικά είθισται.
Το Γραφείο, όντας ελεγκτικός κι όχι πολιτικός βραχίονας, αποφεύγει να τοποθετηθεί σαφώς για την ορθότητα των δύο επίμαχων αποφάσεων του ΔΝΤ, σημειώνει με νόημα ότι η απουσία ανοιχτής διερεύνησης εναλλακτικών επιλογών για το χρέος «ίσως λειτούργησε ενάντια στην πλήρη εκμετάλλευση αυτών των ευκαιριών», και συνάμα δημιούργησε την εντύπωση ότι ο οργανισμός φερόταν με διαφορετικό τρόπο στα ευρωπαϊκά κράτη.
Στη σκιά της πολιτικής επιρροής; – Η απάντηση Λαγκάρντ
Η υιοθέτηση αυτών των δύο αμφιλεγόμενων αποφάσεων το 2010 έχει γεννήσει εικασίες ότι το ΔΝΤ έλαβε αποφάσεις για την Ελλάδα με πολιτικά κι όχι τεχνοκρατικά κριτήρια και δεχόμενο πολιτική επιρροή από ευρωπαϊκά κράτη, που έχουν σημαντική δύναμη ψήφου στον οργανισμό.
Η έκθεση δεν ενστερνίζεται τις επίμαχες φήμες, παραδέχεται όμως ότι η επιλογή του Ταμείου να μην θέσει εξ αρχής την ελάφρυνση του χρέους «δημιούργησε την αντίληψη ότι του επιβλήθηκε μία απόφαση που ελήφθη στην Ευρώπη».
Ακριβώς υπό αυτό το πρίσμα, η πρώτη από τις πέντε συστάσεις που κάνει η έκθεση ουσιαστικά αφορά τον κίνδυνο πολιτικής επιρροής ή σκέψης στην τεχνική ανάλυση του ΔΝΤ. «Το Διοικητικό Συμβούλιο και η διοίκηση θα πρέπει να αναπτύξουν διαδικασίες που θα ελαχιστοποιούν το χώρο για πολιτικές παρεμβάσεις στην τεχνική ανάλυση του ΔΝΤ».
Όχι τυχαία, η πρώτη σύσταση είναι και η μοναδική που δεν έγινε πλήρως αποδεκτή από το Διοικητικό Συμβούλιο και την διευθύντρια Κριστίν Λαγκάρντ, η οποία σε ανακοίνωσή της απορρίπτει κατηγορηματικά την ύπαρξη πολιτικών παρεμβάσεων στη διαδικασία λήψης αποφάσεων του Ταμείου.
Ειδικά για την Ελλάδα, η κ. Λαγκάρντ επαναλαμβάνει την πρόσφατη τοποθέτηση του εκπροσώπου Τύπου Τζέρι Ράις ότι στην πράξη η Ελλάδα ήταν η εξαίρεση σε σχέση με τις άλλες πιο πετυχημένες εμπειρίες του θεσμού στην ευρωζώνη.
«Η Ελλάδα ήταν μοναδική […] Το πρόγραμμα ταλανίστηκε από επαναλαμβανόμενες πολιτικές κρίσεις, αντιστάσεις από περιχαρακωμένα συμφέροντα και σοβαρά προβλήματα εφαρμογής που οδήγησαν σε πολύ βαθύτερη του αναμενόμενου μείωση της παραγωγής», σημειώνει η κ. Λαγκάρντ, προσθέτοντας όμως ότι χάρη στην «τεράστια» προσαρμογή που πέτυχε η χώρα μπόρεσε να παραμείνει στην ευρωζώνη, κάτι που ήταν στόχος-κλειδί για την Αθήνα και την Ευρώπη.
Η έκθεση δεν ενστερνίζεται τις επίμαχες φήμες, παραδέχεται όμως ότι η επιλογή του Ταμείου να μην θέσει εξ αρχής την ελάφρυνση του χρέους «δημιούργησε την αντίληψη ότι του επιβλήθηκε μία απόφαση που ελήφθη στην Ευρώπη».
Ακριβώς υπό αυτό το πρίσμα, η πρώτη από τις πέντε συστάσεις που κάνει η έκθεση ουσιαστικά αφορά τον κίνδυνο πολιτικής επιρροής ή σκέψης στην τεχνική ανάλυση του ΔΝΤ. «Το Διοικητικό Συμβούλιο και η διοίκηση θα πρέπει να αναπτύξουν διαδικασίες που θα ελαχιστοποιούν το χώρο για πολιτικές παρεμβάσεις στην τεχνική ανάλυση του ΔΝΤ».
Όχι τυχαία, η πρώτη σύσταση είναι και η μοναδική που δεν έγινε πλήρως αποδεκτή από το Διοικητικό Συμβούλιο και την διευθύντρια Κριστίν Λαγκάρντ, η οποία σε ανακοίνωσή της απορρίπτει κατηγορηματικά την ύπαρξη πολιτικών παρεμβάσεων στη διαδικασία λήψης αποφάσεων του Ταμείου.
Ειδικά για την Ελλάδα, η κ. Λαγκάρντ επαναλαμβάνει την πρόσφατη τοποθέτηση του εκπροσώπου Τύπου Τζέρι Ράις ότι στην πράξη η Ελλάδα ήταν η εξαίρεση σε σχέση με τις άλλες πιο πετυχημένες εμπειρίες του θεσμού στην ευρωζώνη.
«Η Ελλάδα ήταν μοναδική […] Το πρόγραμμα ταλανίστηκε από επαναλαμβανόμενες πολιτικές κρίσεις, αντιστάσεις από περιχαρακωμένα συμφέροντα και σοβαρά προβλήματα εφαρμογής που οδήγησαν σε πολύ βαθύτερη του αναμενόμενου μείωση της παραγωγής», σημειώνει η κ. Λαγκάρντ, προσθέτοντας όμως ότι χάρη στην «τεράστια» προσαρμογή που πέτυχε η χώρα μπόρεσε να παραμείνει στην ευρωζώνη, κάτι που ήταν στόχος-κλειδί για την Αθήνα και την Ευρώπη.
Οι αποφάσεις του 2010 συνεχίζουν να «ζουν»
Οι αποφάσεις του 2010 αποκτούν ακόμα μεγαλύτερη βαρύτητα καθώς οι συνέπειές τους συνέχισαν να επισκιάζουν το πρώτο Μνημόνιο, το οποίο περιγράφεται στην έκθεση ως πρόγραμμα που βρισκόταν «στην κόψη του ξυραφιού» και βασιζόταν σε μία σειρά «αισιόδοξων εικασιών».
Έχοντας αποφύγει να θέσει το ζήτημα του χρέους επί τάπητος πριν την έναρξη του πρώτου Μνημονίου, το Ταμείο δεν έφερε το θέμα στο προσκήνιο ούτε αφού έγιναν ορατά τα πρώτα σημάδια ότι το όλο εγχείρημα κινδύνευε με αποτυχία.
Πρώην στέλεχος του ΔΝΤ δήλωσε στο Γραφείο Εσωτερικής Αξιολόγησης ότι οι αναλυτές του οργανισμού είχαν καταβάλει τόσο μεγάλη προσπάθεια ώστε να παρουσιάσουν στην ευρωπαϊκή κοινή γνώμη το πρόγραμμα ως βιώσιμο, που ήταν πολύ δύσκολο να αλλάξουν στάση μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα.
Όπως αναφέρεται στην έκθεση, το Ταμείο παρέμενε διαιρεμένο σχετικά με τη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους. Ορισμένα στελέχη πίστευαν ότι θα πρέπει να υπάρξει αναδιάρθρωση όταν θα το επέτρεπαν οι συνθήκες – το αποκαλούμενο «Σχέδιο Μπλανσάρ» – όμως ακόμα κι αυτή η ιδέα δεν ενεργοποιήθηκε επιχειρησιακά έως τα τέλη του 2011.
Την ίδια στιγμή όμως, οι αποφάσεις που ελήφθησαν το 2010 δεν κατεύνασαν την ανησυχία των αγορών για μελλοντικό «κούρεμα», κάτι που έβλαψε το PSI δύο χρόνια αργότερα, καθώς στο μεσοδιάστημα οι ιδιώτες πιστωτές είχαν φροντίσει να μειώσουν την έκθεσή τους στο ελληνικό χρέος.
Το Γραφείο εμφανίζεται ιδιαίτερα επικριτικό σε αυτό το μέτωπο, επισημαίνοντας ότι το ΔΝΤ δεν εφάρμοσε τα διδάγματα προηγούμενων δεκαετιών, όταν είχε μάθει ότι είναι δύσκολο να καθησυχάσεις ιδιώτες δανειστές «με προγράμματα υψηλού ρίσκου».
Έχοντας αποφύγει να θέσει το ζήτημα του χρέους επί τάπητος πριν την έναρξη του πρώτου Μνημονίου, το Ταμείο δεν έφερε το θέμα στο προσκήνιο ούτε αφού έγιναν ορατά τα πρώτα σημάδια ότι το όλο εγχείρημα κινδύνευε με αποτυχία.
Πρώην στέλεχος του ΔΝΤ δήλωσε στο Γραφείο Εσωτερικής Αξιολόγησης ότι οι αναλυτές του οργανισμού είχαν καταβάλει τόσο μεγάλη προσπάθεια ώστε να παρουσιάσουν στην ευρωπαϊκή κοινή γνώμη το πρόγραμμα ως βιώσιμο, που ήταν πολύ δύσκολο να αλλάξουν στάση μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα.
Όπως αναφέρεται στην έκθεση, το Ταμείο παρέμενε διαιρεμένο σχετικά με τη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους. Ορισμένα στελέχη πίστευαν ότι θα πρέπει να υπάρξει αναδιάρθρωση όταν θα το επέτρεπαν οι συνθήκες – το αποκαλούμενο «Σχέδιο Μπλανσάρ» – όμως ακόμα κι αυτή η ιδέα δεν ενεργοποιήθηκε επιχειρησιακά έως τα τέλη του 2011.
Την ίδια στιγμή όμως, οι αποφάσεις που ελήφθησαν το 2010 δεν κατεύνασαν την ανησυχία των αγορών για μελλοντικό «κούρεμα», κάτι που έβλαψε το PSI δύο χρόνια αργότερα, καθώς στο μεσοδιάστημα οι ιδιώτες πιστωτές είχαν φροντίσει να μειώσουν την έκθεσή τους στο ελληνικό χρέος.
Το Γραφείο εμφανίζεται ιδιαίτερα επικριτικό σε αυτό το μέτωπο, επισημαίνοντας ότι το ΔΝΤ δεν εφάρμοσε τα διδάγματα προηγούμενων δεκαετιών, όταν είχε μάθει ότι είναι δύσκολο να καθησυχάσεις ιδιώτες δανειστές «με προγράμματα υψηλού ρίσκου».
Υπέρμετρη αισιοδοξία στις προβλέψεις
Πέραν του χρέους, η έκθεση επισημαίνει ότι το πρώτο ελληνικό πρόγραμμα περιείχε «υπερβολικά αισιόδοξες προβλέψεις για ανάπτυξη», τη στιγμή που πιο ρεαλιστικές προσδοκίες θα είχαν καταδείξει με σαφήνεια τις επιπτώσεις της δημοσιονομικής προσαρμογής τόσο στην πορεία της οικονομίας όσο και στην πορεία του χρέους, το οποίο και συνέχισε να αυξάνεται ως ποσοστό του ΑΕΠ.
Αυτό «θα είχε επιτρέψει στις Αρχές να προετοιμαστούν ανάλογα, ή θα είχε πείσει τους ευρωπαίους εταίρους να σκεφτούν επιπρόσθετη χρηματοδότηση και με καλύτερους όρους», διαφυλάσσοντας ταυτόχρονα την αξιοπιστία του ΔΝΤ ως τεχνοκρατικού και ανεξάρτητου οργανισμού.
Η έκθεση αφήνει αιχμές και για το μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα που συνόδευσε το πρώτο Μνημόνιο, με την έκθεση να τονίζει ότι απλώς η επιβολή μίας «μακράς λίστας διαρθρωτικών όρων, χωρίς προτεραιότητες» είναι «αντιπαραγωγική», ειδικά αν ο κατάλογος των αλλαγών υπερβαίνει τη δυνατότητα της κάθε χώρας να τις εφαρμόσει.
Στο μέτωπο των μεταρρυθμίσεων πάντως, το Γραφείο αποδίδει εμμέσως σημαντικό μερίδιο ευθύνης στους Ευρωπαίους, λέγοντας χαρακτηριστικά ότι το ΔΝΤ «δεν μπόρεσε να υπερισχύσει» και να τους εξηγήσει ότι η τυφλή επιβολή μίας λίστας δεν αποφέρει το επιθυμητό αποτέλεσμα.
Αυτό «θα είχε επιτρέψει στις Αρχές να προετοιμαστούν ανάλογα, ή θα είχε πείσει τους ευρωπαίους εταίρους να σκεφτούν επιπρόσθετη χρηματοδότηση και με καλύτερους όρους», διαφυλάσσοντας ταυτόχρονα την αξιοπιστία του ΔΝΤ ως τεχνοκρατικού και ανεξάρτητου οργανισμού.
Η έκθεση αφήνει αιχμές και για το μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα που συνόδευσε το πρώτο Μνημόνιο, με την έκθεση να τονίζει ότι απλώς η επιβολή μίας «μακράς λίστας διαρθρωτικών όρων, χωρίς προτεραιότητες» είναι «αντιπαραγωγική», ειδικά αν ο κατάλογος των αλλαγών υπερβαίνει τη δυνατότητα της κάθε χώρας να τις εφαρμόσει.
Στο μέτωπο των μεταρρυθμίσεων πάντως, το Γραφείο αποδίδει εμμέσως σημαντικό μερίδιο ευθύνης στους Ευρωπαίους, λέγοντας χαρακτηριστικά ότι το ΔΝΤ «δεν μπόρεσε να υπερισχύσει» και να τους εξηγήσει ότι η τυφλή επιβολή μίας λίστας δεν αποφέρει το επιθυμητό αποτέλεσμα.
Μετάφραση από τον ΣΚΑΪ
Ενημερωθείτε για ότι συμβαίνει με ένα στη σελίδα μας.
Το Διυλιστήριο ουδεμία ευθύνη εκ του νόμου φέρει σχετικά με τα άρθρα που δημοσιεύονται τα οποία απηχούν τις απόψεις των συντακτών τους.
Αφήστε το μήνυμά σας
Δημοσίευση σχολίου